Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

Anne Sexton, "Ποιήματα"




Το είδος της


Βγήκα, δαιμονισμένη μάγισσα,
στοιχειώνοντας τον μαύρο αέρα, πιο τολμηρή τη νύχτα·
πετώ πάνω από σπίτια φτωχικά, σκέφτομαι το κακό,
πάω από φως σε φως.
Πλάσμα μοναχικό, δωδεκαδάχτυλο, τρελό.
Μια τέτοια γυναίκα δεν είναι ακριβώς γυναίκα.
Έχω υπάρξει ον του είδους της.

Βρήκα τις ζεστές σπηλιές στο δάσος,
τις γέμισα με κατσαρολικά, κουζινομάχαιρα και ράφια,
ντουλάπια και μεταξωτά, αμέτρητα αγαθά.
Μαγείρευα για τα σκουλήκια και τα ξωτικά.
Γκρίνιαζα, έβαζα τα πάντα πάλι σε σειρά.
Μια τέτοια γυναίκα την παρεξηγούν.
Έχω υπάρξει ον του είδους της.

Ανέβηκα στην άμαξά σου, οδηγέ,
κούνησα τα γυμνά μου μπράτσα στα χωριά που
         προσπερνούσα,
έμαθα όλες τις λαμπρές, ύστατες διαδρομές,
επέζησα εκεί που οι φλόγες σου ακόμα γλείφουν το μηρό μου,
εκεί όπου περνούν οι ρόδες σου κι ακόμα σπάνε τα πλευρά μου.
Μια τέτοια γυναίκα δεν ντρέπεται να πεθάνει.
Έχω υπάρξει ον του είδους της.


Προς το Μπέντλαμ
και εν μέρει προς τα πίσω
(1960)





Ο θάνατος της Σίλβια

                                                                         για τη Σίλβια Πλαθ


Ω, Σίλβια, Σίλβια,
μ’ ένα νεκρό κουτί γεμάτο πέτρες και κουτάλια,

με δυο παιδιά, δυο διάττοντες
που τριγυρνούν αδέσποτοι σ’ ένα μικρό δωμάτιο
         παιχνιδιών,

με το στόμα σου στο σεντόνι,
στο δοκάρι της στέγης, στη βουβή προσευχή,

(Σίλβια, Σίλβια,
πού πήγες
αφού μου έγραψες
από το Ντεβονσάιρ
για την καλλιέργεια της πατάτας
και τη μελισσοκομία;)

σε τι παραστεκόσουν,
πώς πλάγιασες μέσα του έτσι απλά;

Κλέφτρα! –
πώς σύρθηκες μέσα του
πώς σύρθηκες μονάχη
μέσα στο θάνατο που επιζητούσα τόσο έντονα,
         για τόσο καιρό

μέσα στο θάνατο που και οι δυο μας λέγαμε πως
         ξεπεράσαμε
αυτόν που φορούσαμε στα λιπόσαρκα στήθη μας

αυτόν για τον οποίο μιλούσαμε τόσο συχνά, κάθε φορά
που κατεβάζαμε τρία έξτρα ντράι μαρτίνι στη Βοστόνη

το θάνατο που μίλαγε για αναλυτές και θεραπείες
το θάνατο που μίλαγε σαν πολύφερνη νύφη

το θάνατο που του κάναμε προπόσεις
– τα κίνητρα και μετά η αθόρυβη πράξη;

(Στη Βοστόνη
οι πεθαμένοι
μπαίνουν σε ταξί
ναι, ο θάνατος πάλι,
αυτή η επιστροφή στο σπίτι
με το αγόρι μας.)

Ω, Σίλβια, θυμάμαι τον νυσταγμένο τυμπανιστή
που κρατούσε το ρυθμό στα μάτια μας με μια παλιά ιστορία

πώς ήθελε να τον αφήσουμε σαν σαδιστής
να πλησιάσει ή σαν νεράιδα Νεοϋορκέζα

να κάνει τη δουλειά του,
μια αναγκαιότητα, ένα παράθυρο στον τοίχο ή ένα λίκνο·

κι αυτό περίμενε από τότε
κάτω από την καρδιά μας, στο ντουλάπι μας,

και βλέπω τώρα ότι τον αποθησαυρίζουμε
χρόνο με το χρόνο, παλιές αυτοκτονίες

και δοκιμάζω με το νέο του θανάτου σου
μια γεύση του απαίσια, που μοιάζει με αλάτι.

(Κι εγώ,
κι εγώ επίσης.
Και τώρα, Σίλβια,
εσύ ξανά
με τον θάνατο ξανά,
αυτή η επιστροφή στο σπίτι
με το αγόρι μας.)

Και λέω μόνο,
με τα μπράτσα απλωμένα σ’ αυτό τον πέτρινο τόπο,

τι άλλο είναι ο θάνατός σου
παρά ένα παλιό προσωπικό αντικείμενο,

ένα σημάδι που έπεσε
από ένα σου ποίημα;

(Ω, φίλη μου,
όσο έχει κακό φεγγάρι
και ο βασιλιάς έχει εξαφανιστεί
και η βασίλισσα είναι σε πλήρες αδιέξοδο,
ο θαμώνας των μπαρ πρέπει να τραγουδά!)

Ω, μικροσκοπική μητέρα,
κι εσύ επίσης!
Ω, αστεία δούκισσα!
Ω, ξανθό κορίτσι!

                                                   17 Φεβρουαρίου 1963


Ζήσε ή πέθανε
(1966)





Το φιλί


Το στόμα μου ανθίζει σαν πληγή.
Πέρασα όλη τη χρονιά αδικημένη, κουραστικά αργόσυρτες
οι νύχτες, άδειες, σκληροί αγκώνες μόνο
και στοίβες χαρτομάντιλα που φώναζαν «κλαψιάρα,
κλαψιάρα, τι χαζή που είσαι!».

Άχρηστο το κορμί μου μέχρι χθες.
Σήμερα σκίζονται οι ορθές του γωνίες.
Σήμερα σκίζει τα ρούχα τα σεμνότυφα κόμπο τον κόμπο
και κοίτα – με τρυπούν ολόκληρη καρφιά ηλεκτρισμένα.
Σβιιιιν! Ανάσταση!

Κάποτε το κορμί μου ήτανε βάρκα, σκέτο ξύλο
σε αχρηστία, με δίχως θάλασσα από κάτω,
με την μπογιά της ξεφτισμένη. Ένας σωρός σανίδες,
τίποτ’ άλλο. Όμως εσύ με σήκωσες, μ’ αρμάτωσες.
Έγινα η εκλεκτή σου.

Τα νεύρα μου έχουν τεντωθεί. Τ’ ακούω σαν
μουσικά όργανα. Στη θέση της παλιάς σιωπής
ασταμάτητα χτυπούν τα τύμπανα, οι χορδές. Δικό σου έργο
         είναι.
Ιδιοφυΐα στην πράξη. Αγάπη μου, ο συνθέτης έπεσε
         στη φωτιά.




Για τον εραστή μου που επέστρεψε στη γυναίκα του


Εκείνη είναι πάντα εκεί.
Την έλιωσαν προσεκτικά για σένα,
χύθηκε στο εκμαγείο της παιδικής σου ηλικίας
των εκατό αγαπημένων βόλων σου.

Εκείνη ήταν πάντα εκεί, αγάπη μου.
Πραγματικά, είναι θεσπέσια.
Σαν πυροτέχνημα στα μέσα του μουντού Φλεβάρη
και απτή σαν σκεύος από χυτοσίδηρο.

Ας είμαστε ειλικρινείς, εγώ ήμουν περιστασιακή.
Είδος πολυτελείας. Ένα φανταχτερό κόκκινο καΐκι
         στο λιμάνι.
Τα μαλλιά μου βγαίνουν σαν καπνός απ το παράθυρο του
         αυτοκινήτου.
Οστρακοειδή εκτός εποχής.

Εκείνη είναι κάτι περισσότερο απ αυτό. Είναι αυτό που
         πρέπει να ’χεις,
εκείνη ανέπτυξε την πρακτική, την τροπική σου
         καλλιέργεια.
Μαζί της δεν πειραματίζεσαι. Εκείνη είναι γεμάτη αρμονία.
Φροντίζει τα κουπιά, τις δέστρες στο βαρκάκι,
έβαλε αγριολούλουδα στο παράθυρο το πρωί,
έκατσε πλάι στον τόρνο του αγγειοπλάστη το μεσημέρι,
αράδιασε τρία παιδιά κάτω από τη σελήνη,
τρία χερουβείμ ζωγραφισμένα από τον Μιχαήλ Άγγελο.

Τα έκανε όλα αυτά με τα πόδια της σε διάσταση
τους τρομερούς μήνες στο παρεκκλήσι.
Αν κοιτάξεις επάνω, τα παιδιά είναι εκεί,
ντελικάτα μπαλόνια που στο ταβάνι ξεκουράζονται.

Τα έχει συνοδεύσει στο διάδρομο
μετά το δείπνο, τα κεφάλια τους σκυμμένα,
δύο πόδια διαμαρτύρονται, γόνατο με γόνατο,
το πρόσωπό της ζωντανεύει από ένα τραγούδι και τον
         ανάλαφρό τους ύπνο.

Σου δίνω πίσω την καρδιά σου.
Σου δίνω το ελεύθερο −

για το φιτίλι μέσα της που θυμωμένα
αναπηδά μέσα στη λάσπη, για τη σκύλα μέσα της,
για να θάψεις την πληγή της,
για να θάψεις τη μικρή κόκκινη πληγή της ζωντανή −

για την αχνή λάμψη που τρεμοσβήνει κάτω από τα πλευρά της,
για τον μεθυσμένο ναυτικό που περιμένει στον αριστερό
         σφυγμό της,
για το γόνατο της μάνας, για τις μακριές κάλτσες,
για τις ζαρτιέρες, για το κάλεσμα −

το περίεργο κάλεσμα
όταν θα χώνεσαι σε αγκαλιές και στήθη
και θα τραβάς με βία την πορτοκαλιά κορδέλα
         των μαλλιών της
και θα ανταποκρίνεσαι στο κάλεσμα, στο περίεργο
         κάλεσμα.

Είναι τόσο γυμνή και μοναδική.
Είναι το άθροισμα του εαυτού σου και των ονείρων σου.
Σκαρφάλωσέ την σαν μνημείο, βήμα προς βήμα.
Εκείνη είναι στέρεη.

Όσο για μένα, εγώ είμαι νερομπογιά.
Φεύγω με το νερό.


Ερωτικά ποιήματα
(1969)





Η μεγάλη καρδιά

                                       Συμβαίνουν τόσα πολλά πράγματα που ακόμα
                                  και μια μεγάλη καρδιά δε θα μπορούσε ν’ αντέξει.
                                                           Από ένα δοκίμιο του W.B. Υeats.


Μεγάλη καρδιά,
πλατιά σαν καρπούζι
αλλά σοφή σαν γέννημα,
υπάρχει σε τόσο μεγάλη αφθονία
στους ανθρώπους που έχω:
τον Μαξ, τη Λόις, τον Τζο, τη Λουίζ,
τη Τζόαν, τη Μαρί, τον Ντον,
την Αρλίν, τον πάτερ Νταν.
Όλοι μου προσφέρουν κατ’ επανάληψη
απ’ τις μικρές ζωές τους,
με τον τρόπο που η θάλασσα
ακουμπά τα πολλά δάχτυλά της στην ακτή,
ξανά και ξανά,
και με ξέρουν,
με βοηθούν να βρω την άκρη μου,
ακούνε με αυτιά φτιαγμένα από όστρακα,
απαντούν με το κρασί της καλύτερης περιοχής.
Είναι το προσωπικό μου.
Με παρηγορούν.

Μαθαίνουν τώρα
ότι η αρτηρία της ψυχής μου έχει κοπεί
και η ψυχή μου αναβλύζει μπροστά τους,
αιμορραγεί πάνω τους
λερώνοντας τα ρούχα τους,
βρομίζοντας τα παπούτσια τους.

Και ο Θεός με γεμίζει,
αν και υπάρχουν καιροί αμφιβολίας
τόσο βαθιάς όσο το Γκραν Κάνυον·
κι όμως ο Θεός με γεμίζει.
Μου δίνει τις σκέψεις των σκύλων,
την αράχνη στον περίπλοκο ιστό της,
τον ήλιο
σε όλη την κατάπληξή του,
ένα σφαγμένο κριάρι
που είναι η δόξα,
το πανάκριβο μυστήριο,
και την καρδιά μου
που είναι πολύ μεγάλη,
τ’ ορκίζομαι, είναι πολύ μεγάλη,
ένα τέρας των ειδών
που τα χωράει όλα –
ολόκληρο το μένος της αγάπης.


Η φριχτή κωπηλασία προς τον Θεό
(1975)




Μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου
 
 
 
 
 
Πηγές:
http://theannesextonblog.blogspot.com/
http://www.bibliotheque.gr/
https://www.poiein.gr/
http://poihshkaipoihtes.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου