Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Ασημίνα Λαμπράκου, "Solidago"




~*~

ΑΙ ΝΕΦΕΛΗ! αι!
μιαν εικόνα σου να μην έχω να σου απευθύνομαι
πώς μαλλιά μάτια πώς στήθη χείλη
η καμπύλη των ποδιών της κοιλιάς η μέση
νύχια δάχτυλα πώς
και τα δοντάκια σου περιστεράκια του Βοσπόρου
στις πόες των κυμάτων
αι Νεφέλη! μιαν εικόνα σου να μην έχω
κι απουσία να σε βλέπω στου προσώπου του τη ζέση
σκοταδάκι στο μέσα των χειλιών και των ματιών του
τις βρυσούλες δίψα
κι όπως των αφτιών σου τη συμπάθεια θα φτάνω:
άρπαξε Νεφέλη να φωνάξω και συ ν’ ακούσεις
το ε του έρωτα από τους ώμους
μπήξ’ το στο εσύ
κι απ’ των φιλιών σου τη γεύση κλωστές φτιάξε το και
κι έπειτα ξανά το ε του έρωτα στο εγώ κάρφωσε
ίσα να δω ίμερο η φλόγα στο σώμα του ν’ ανάβει
και τις λέξεις του α! οι λέξεις του! λατρεμένες πόσο! πόσο!
να ζωντανεύουν
να
ξανά





~*~

ΠΩΣ ΓΕΡΝΑ ο άνεμος αποδράσκοντας
θα σου έλεγα Νεφέλη
μα εσύ είχες ήδη φύγει πάνω στα λυτά σου μαλλιά
με δυο μάγουλα ιστία προς το μέλλον
το άλλο μέλλον των γυναικών
των αγαπημένων και λησμονημένων
κι ήταν το νερό που έλειψε απ’ τα τριαντάφυλλα
που σε φώναζε να επιστρέψεις.





~*~

ΔΟΡΚΑΔΕΣ ΑΝΤΙΛΟΠΕΣ ελαφίνες
γυναίκες του υπερήφανου κορμού της κεφαλής
των μακρυών λεπτών βοστρύχων γυναίκες της μαύρης
κώμης των λιμναίων οφθαλμών με στήθη αγαλμάτων
γυναίκες των τολμηρών βλεμμάτων και των χειλέων της αυθάδειας
του κορμού των λεωφόρων γυναίκες με τ’ ασπράδι στο βλέφαρο
και τα γεφύρια φρύδια γυναίκες των λεόντων των αστερισμών
και των ανθέων της κνήμης από δόντι ύαινας στη τρίαινα τού
Ποσειδώνα γυναίκες των μηρών κίονα Κορινθιακού και των γλουτών
από υλικό καμπύλης Πανσελήνου γυναίκες με δυο ρώγες σταφύλι
στο φιλί σας οδόντας τις άσπρες του Αιγαίου εκκλησίες και δυο
καρπούς ελιάς των ματιών σας βολβούς− γυναίκες

νικηθήκαμε νικηθήκαμε σου ψιθύριζα Νεφέλη
μ’ όπως το βλέμμα σήκωνα στο δικό σου ν’ ακουμπήσω
άντρες είδα στο πέριξ των χρόνων των δικών σου
το στήθος σου γάλα για να θηλάζουν και γονιδίωμα μητέρας
κι από τα μαλακά του δέρματος να αρμέγουν στέρξη κι έρωτα
κι όπως δύναμη έπαιρναν από όρκο δεσίματος με τη σάρκα
που επέστρεφε τιμή στ’ αρσενικό τους
απέστρεψα το βλέμμα κι έγειρα στο πλάι να κλάψω το μάταιο
και το ανείπωτο του λόγου και της αιτίας όλων κι άναψα κερί
στο μέλλον που θα με καλούσε να τρυγήσω θάνατο κι αλμύρα





~*~

ΟΛΑΝΘΙΣΤΑ ΚΑΙ πώς τολμάς έτσι τα στήθια σου να δείχνεις
λόφους μικρούς κι οι κορυφές καρποί εις τους σπουργίτες
και τ’ ανάμεσα του ποταμού τους στα δάχτυλα λαγούμι όπως
στη κατεβασιά του ιδρώτα τους γυρεύουν να τα πνίξουν πουλιά
κι αετούς και βλέφαρα και μάτια όπως σε καταπίνουν γλείφοντας
(αχόρταγα) κι εσύ, α, εσύ Νεφέλη! στων γυναικών να μη λυγάς
τη ξεδιάντροπη λιγούρα και των γλουτών σου την ορμή και της
κοιλιάς την άλμη σα νιούτσικο ζωάκι να κοιτάς πώς να
προσφέρεις και να γλεντάς το πάθος και το ζήλο το μεγάλο
ποια να σ’ αγγίξει το μπορεί και ποια δεν το τολμάει μόνη μένει
η άμοιρη τα δικά της να κορφολογάει στήθια κοιλιά και κείνη την
πηγή που ξεχασμένη έχουν άντρες κι όσες την άγγιξαν στο
παρελθόν γυναίκες

κι αν άντρας στο μεταξύ σε δει διόλου δε διστάζεις τα πόδια
το ανάμεσα στα μάτια του ν’ ανοίξεις κι όπως φωτιά σε κάνανε
των γυναικών τα χάδια εκεί να στάξεις αναστεναγμό τα μάτια σου
να λάμπουν και το χρυσό σου του κορμιού λιωμένο να τινάξεις
στα μάτια του τις κόγχες του και των χειλιών την άκρη να το γευτεί
να πλανηθεί τα πόδια να φιλήσει και των μηρών τη κορυφή με πάθος
να σου αγγίξει όπως τη φλόγα σου το λιώμα σου το στάγμα και το
μύρο θα δίνεις στο προσκυνητή σαν Εύα το πορφυρό μήλο





~*~

ΠΩΣ ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΣΑΙ να σου πω ήθελα Νεφέλη
μ’ εσύ είχες ήδη ανοίξει τα πανιά στα άλλα
μονοπάτια τ’ άπιαστα τ’ αγύριστα των γυναικών
των άλλων που αγάπη δίνουνε αγάπη για να παίρνουν
κι όπως τον έρωτα γλυκά τον ξεγελάνε πλανεμένες
βγαίνουνε και το δικό τους ξεγελάνε τον εαυτό
τον κύριο το μέλλον και το γένος





~*~

ΒΡΥΑ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ να δείχνουνε χειμώνα
κι η γλώσσα τσόχα σε τραπέζι στοιχημάτων
το σ’ αγαπώ να σου πω γύρεψα πρωί
κι ήμουν παιδί
σε σχήματα που δεν γνώριζαν τα περιεχόμενα οι έννοιες
κι έγινα πλήθος νάναι πολλά τα μάτια που σε κοιτάζουνε
νάχει παρόν και μέλλον ο καθρέφτης στο μέσα της ψυχής

κανείς δε θα μπορέσει ποτέ να δει τη φλούδα να γελά
όπως εγκαταλείπει το δέρμα στο σώμα που τη γέννησε





Από τη συλλογή «Solidago», καλλιτεχνικό σωματείο έβδομο βήμα, 2018.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου