Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Μενέλαος Λουντέμης, "Ποιήματα"





ΜΗΝ ΑΡΓΕΙΣ


Μην αργείς. Τούτο μόνο σου λέω. Μην αργείς.
Γιατί σε λίγο, σαν θα χτυπάς την πόρτα μου,
θα νομίζω πως είναι τα γηρατειά,
πως είν’ ο χειμώνας, πως είν’ ο θάνατος.
Μην αργείς.

Στάσου κι αφουγκράσου κάτω απ’ τα σπίτια
κι απ’ τους δρόμους που περνάς.
Απ’ τα παράθυρα κρέμουνται τα χέρια μου
και σε καλούν.
Στάσου κι αφουγκράσου κάτω απ’ τα σπίτια.
Σ’ όλα κυλάει ο αέρας σου.
Όλα ξέρουν τ’ όνομά σου.
Μην αργείς.

Να σε περιμένω είναι πιο γλυκό κι απ’ το να ’ρχεσαι.
Είναι σαν το σκάσιμο της μυγδαλιάς.
Σαν το πανί που πλέει στο λιμάνι.
Σαν κελάηδισμα, σαν γέλιο πρωινό.

Να σε περιμένω είναι σαν να ξανάρχομαι στη γη.
Στο δρόμο μην αργείς. Είναι γιομάτοι Φαίακες,
είναι γεμάτοι πλάνεμα, οι δρόμοι.
Οι δρόμοι γλιστρούν, χυμούν αρπαχτικοί
και κλέβουν.
Μην αργείς.

Μην αργείς. Γιατί, ώσπου να ’ρθεις,
θα περπατήσω όλη την Υδρόγειο του πόνου μου.
Θα περπατήσω όλα τ’ αγκάθια, κι όλους τους γκρεμούς.
Γιατί να περιμένω είναι σαν να πεθαίνω.
Γι’ αυτό: Μην αργείς.


Κραυγή στα πέρατα (1954)





Ο ΤΡΕΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΣ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ

Ι

Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένα γραμμόφωνο.
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.
Ή μπορεί και να μην ήταν κανένα γραμμόφωνο
και να ’ταν μόνο ένα τραγούδι.
Ένα ολομόναχο τραγούδι
που ζητούσε ένα γραμμόφωνο
για να πει τον καημό του.

Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας έρωτας.
Ένας ολομόναχος έρωτας
Με μια πλάκα στη μασχάλη
που γύρευε ένα γραμμόφωνο
για να πει τον καημό του:
έρωτα, μη σε πλάνεψαν
άλλων ματιών μεθύσια
και μες στα κυπαρίσσια
περνάς νεκρή σκιά;
Έρωτα αδικοθάνατε
έρωτα χρυσομάλλη
αν σ’ είδαν με μιαν άλλη,
ήταν η Λησμονιά.


ΙΙ

Μια φορά κι έναν καιρό
δεν ήταν ούτε ένας έρωτας,
ούτε ένας πόνος,
ούτε ένας καημός,
παρά μισός έρωτας, μισός πόνος,
μισός καημός,
και μια σπασμένη πλάκα στη μασχάλη
που τραγουδούσε το μισό σκοπό:
Έρωτα μισέ… Έρωτα μισέ…
Θεέ μου! Δε βρίσκεται
ένα συμπονετικό χέρι
να σηκώσει τη βελόνα,
και να ακουστεί ξανά
ολόκληρο το τραγούδι,
ολόκληρος ο έρωτας,
ολόκληρος ο πόνος;

Έρωτα, μη σε σκότωσαν
με μαγεμένα βέλη,
έρωτα Μακιαβέλη
Αγαρηνέ φονιά;

Τα μάτια που σε χάιδεψαν
με δάκρυα πικραμένα
καρφιά ήταν πυρωμένα
κι η αγάπη μια απονιά.





ΑΝΑΜΟΝΗ


Σε περιμένω. Μη ρωτάς.
Μη ρωτάς γιατί περιμένει − κείνος
που δεν έχει τι να περιμένει
κι όμως περιμένει.

Σε περιμένω.
Γιατί αν πάψω να περιμένω,
είναι σα να πάψω να βλέπω,
σα να πάψω να ελπίζω −
να πάψω να ζω.

Αβάσταχτο είναι
πικρό είναι...
να σιμώνεις αργά στ’ ακρογιάλι
κι όμως να μην είσαι ναυαγός
ούτε και σωτήρας,
παρά μόνο ναυάγιο!

Σε περιμένω. Μη ρωτάς.
Μη ρωτάς τι περιμένει
ένας που χάθηκε στην έρημο.
Ένα δέντρο, λίγο νερό, ένα δρόμο.
Προπάντων ένα δρόμο περιμένει.
Κι ας μη βγάζει πουθενά.





ΣΕ ΜΙΑ ΜΕ ΤΑ ΣΤΑΧΤΙΑ


Θαρρούσα ως τώρα, φίλοι μου καλοί,
Θαρρούσα –ως τώρα–
πως όλα βάδιζαν στη γη
με το αληθινό τους χρώμα.
Η χαρά άσπρη. Η θλίψη χλωμή.
Ο έρωτας ρόδινος.
Ο θάνατος μαύρος.
Έτσι θαρρούσα.

Και περνούσα τις μέρες μου
με τα χρώματά μου τακτοποιημένα,
με τα όνειρά μου συγυρισμένα,
με τα ποιήματά μου καθαρογραμμένα.
Γιατί έτσι νόμιζα.

Μα μια μέρα, φίλοι μου καλοί,
μια μέρα ένα σταχτί σύννεφο
άφησε τον ουρανό του
και χύθηκε στη ζωή μου.

Ένα σταχτί μυρωμένο σύννεφο
(αλαφροπερπάτητη η Αγάπη,
ντυμένη στα σταχτιά).

Και τότε –ξάφνου!–
όλα χάσαν τη θωριά τους.
Σταχτιά έγινε η χαρά.
Σταχτιά κι η θλίψη.
Σταχτής κι ο έρωτας
και σταχτής –αλίμονο– κι ο θάνατος!

Ω, σειρήνα εσύ,
εσύ που τα ’βαψες όλα τεφρά,
γιατί δεν άφησες έστω το θάνατο
–τουλάχιστον αυτόν–
να με πάρει με τ’ αληθινό του χρώμα;



Κοντσέρτο για δύο μυδράλια κι ένα αηδόνι (1973)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου