Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Κατερίνα Μόντη, "Τα Φυλλοβόλα"




ΤΑ ΦΥΛΛΟΒΟΛΑ


Τα φυλλοβόλα δέντρα αγαπώ
που ξέρουν τι ’ναι χωρισμός
που ξέρουν τι ’ναι γύμνια
Που ξέσκεπα τα τραύματα
εκθέτουν κάθε τόσο
κι όμορφα στρώνουνε χαλί
της απωλείας το σώμα

Αυτά τα δέντρα αγαπώ
που τα φουστάνια αλλάζουν
σαν τις γυναίκες που τιμούν
του έρωτα το τάμα
Στον οίστρο τους ακούραστες
και στωικές στην ξέρα

Δε θ’ αρνηθώ στ’ αειθαλή
την αντοχή του κάλλους
την αγκαλιά γεμάτη τους
την ήσυχη καρδιά τους

Μα γω τα φυλλοβόλα αγαπώ
Αυτά έχω φίλους





ΣΩΜΑ


Αργά αργά κατέρχεται του σώματος η παρακμή
τι νόμιζες;
πως θα ’ρχονταν σα γράμμα,
κάτι σαν κλήση σαν εξώδικο -
μια κι έξω να θρηνήσεις το κακό
ή απόπληκτος να πέσεις;
Αργά γίνεται
Από μιαν άσπρη τρίχα ξεκινά
που κιόλας στην αρχή την καμαρώνεις
Από ένα κρέμασμα εδώ κι εκεί
μια χαρακιά δίπλα στο μάτι
Κι ύστερα να κι η φούσκα που σε προδίδει
και βρέχεσαι όταν γελάς
κι ύστερα να το δέρμα ερημώνει,
ας ήταν άσπρες θα πεις, κι ας μένανε,
και μετά ετούτο κι εκείνο
που τελειωμό δεν έχουν
μικρά μικρά κάθε φορά,
δε δίνεις πάντα σημασία
κι ίσως αυτό
ίσως αυτό είναι:
Δεν είναι ύπουλο το γήρας που έρχεται αργά,
σπλαχνικό είναι,
και να βλογάς αυτήν του την υπομονή
που δεν εκδιώκει εκείνο το μικρό παιδί
που πάντα μένει εντός σου





ΓΛΩΣΣΑ ΚΟΜΜΕΝΗ
Γράμμα στον ποιητή Μάρκο Μέσκο


Σα να σε βλέπω
φεγγαρόλουστο σε παράθυρο
ασπρόμαλλο θεριό λιοντάρι
χαρτιά να μουντζουρώνεις
στην αδιάκοπη νύχτα
Σε ποιά γλώσσα λοιπόν

Στο χαρτί σου χτυπάει το μολύβι
και το στήθος σου ένα ράμφος κεντά
ένα μαύρο κοτσύφι
α - τακά, α - τακά
όλη νύχτα παλεύει
ποιός λαλεί ποιός σιωπά

Σα να τ ακούω
σουρσίματα και ψιθύρους
από φαντάσματα αγαπημένα
εκείνα τα δισύλλαβα πρόσωπα
τις Ρίνκες και τους Τάσκους, τις Σίικες κια τους Ίτσιους
σιγανούς μαζεμένους
δεν μπορούν, δεν ξέρουν
στάχτη στο στόμα
τσούσκα πιπέρι
καμιά του κόσμου γλώσσα δε μιλούν
Πεθαμένοι και ζώντες
σε βρίσκουν εκεί καρφωμένο στων γραμμάτων
τα καρφιά
και μια έτσι σου γνέφουν μια αλλιώς
Μόλτσι, Μάρκο, πούκνι, Μάρκο,
αμά στάνι η πέι, τραγούδα και πες
σε ποιά γλώσσα λοιπόν
αχ, λέλε,
αχ εσύ να ’σαι ο Προμηθέας εσύ και το πουλί

Τα χαράματα
πέφτουν όλα σαν πάχνη
ποιες λέξεις να κείτονται πίσω απ’ το μελάνι
ποιος βρυχηθμός πίσω από τη συστολή σου
ποιος να μας έλεγε την άλλη ιστορία,
αχ, αυτή η προδότρα,
ποιος να λαλούσε αλλιώς την υποταγή και τη δύναμη

Γι’ αυτήν την ιστορία τάχα
μα πιο πολύ
για της καρδιάς το χρέος είναι
που θα θελα
σ’ εκείνη την κόκκινη κλωστή,
με μανταλάκια να κρεμάσω
τα μαγικά τα λόγια σημαιάκια
- όσα είπαμε παλιά ισχύουν -
στου χρόνου το χαλί
βουερά να παρελάσουν
οι νότες που πνιγήκανε, οι λέξεις που διστάσαν
Κι ένα χαρούμενο μοιρολόι ν’ αμολήσουμε
ψηλά ’π’ τον καταρράκτη
- ασ’ την τη ρουφιάνα την ιστορία να αργοπορεί -
εμείς ας τραγουδήσουμε
για τρυφερά λιοντάρια
και ζόρικα κοτσύφια
Ω, λέλε, Μάικω
Αχ λέλε Μάρκο
λέλε − λέλε
λέλε που είναι για χαρά
που είναι και για λύπη

Σα να σε είδα
χίλιες αδιάκοπες νύχτες
χίλια φρέσκα μικρά φεγγάρια
θ’ ανταμώσουμε πάλι στις στάχτες να τάζεις
Μακεδονίτικα πουλιά λαλούν μακεδονίτικα
μα σε ποιά γλώσσα γράφουνε ποιήματα λοιπόν,
σε ποιά γλώσσα, Θεέ μου!





Σημειώσεις:

- Οι φράσεις με πλάγια είναι αυτούσιες από έργα του ποιητή
- Το μαύρο κοτσύφι σε κόκκινη γραμμή κοσμεί ένα ενθύμιο
προσωπικό αφιέρωμά του
- Το επιφώνημα «λέλε» η «λελέ» μπορεί να εκφράσει
ενθουσιασμό, λαχτάρα αλλά και παράπονο, θρήνο


Γλωσσικό υπόμνημα:

1: τακά: έτσι, το «α - τακά» ως επιφώνημα μπορεί να
αποδοθεί ως «α - μπράβο», «να έτσι»
2: μόλτσι: πάψε, σώπα
3: πούκνι: σκάσε
4: αμά: αλλά, όμως
5: στάνι η πέι: σήκω και τραγούδα
6: Μάικω: μάνα






Από τη συλλογή «Τα Φυλλοβόλα», εκδ. Πατκιούτ, 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου