Ο Κομήτης
Θέλοντας να βγω απ’ τα σκοτάδια
αρπάχτηκα απ’ την ουρά του κομήτη.
Καβάλησα τη χίμαιρα,
για να καλπάσω στα ψηλά
και βρέθηκα να παραπαίω
σε βροχή από διάττοντες.
Γλιστράει ο ουρανός κάτω απ’ τα πόδια.
Γλιστράει το έδαφος κάτω απ’ τη σκέψη.
Κι εγώ, που θέλω να λουστώ φως, πέφτω.
Ολοένα πέφτω, γεμίζω πληγές, γεμίζω αίματα.
Καλπάζω σε ανελέητη πορεία,
κουτσαίνω πίσω από το χρόνο,
πίσω απ’ αυτό το χαμίνι,
που μου κλέβει τα όνειρα.
Κυνηγάω το χρόνο.
Κυνηγάω τα όνειρά μου,
γιατί φοβάμαι μη με προλάβει
η μέρα
εκείνη.
Το άτι μου θα αφηνιάσει,
τα πρόσωπα θα βγάλουν τις μάσκες.
τα πρόσωπα θα βγάλουν τις μάσκες.
Τα είδωλα θα πέσουν
κομμάτια στην άβυσσο
κι ο κύκλος θα κλείσει.
Μόνη παραμυθία
το τέλος ενός κύκλου αρχή άλλου.
Κι εγώ, μετεωρίτης σε τομή διχοτόμων,
από μια κυκλική τροχιά σε μια άλλη,
τροχιά ερέβους, που διαγράφεται
από το τίποτα, από σημεία έγκεντρα που μετατοπίζονται,
γίνονται παράκεντρα,
με κλείνουν μέσα τους, γυμνή,
ντυμένη τα φτερά πυγολαμπίδας,
τρέχω ασθμαίνοντας πίσω απ’ το χρόνο,
τρέχω πίσω απ’ αυτό το χαμίνι,
που μου κλέβει τα όνειρα.
Έτσι, γυμνή, ντυμένη τον άξονα των αγνώστων,
−με μόνη γνώση πως δεν θα προλάβω −
αρπάχτηκα από την ουρά του κομήτη,
κι έπεσα ψηλά στον ουρανό.
Πρώτη δημοσίευση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου