Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Γιώργος Θέμελης, "Το δίχτυ των ψυχών"





Αρχαγγελικό σπαθί


Τα μάτια μου τι να τα κάμω,
Τα μάτια μου τα σκοτεινά,
Όπως τα μάτια των σκοτωμένων.

Όταν σε βλέπω, γίνεσαι άφαντη,
Αθέατη πίσω απ’ την πυκνότητα.
Ως να μην είσαι, να λείπεις,
Να ’χεις μαζέψει την ψυχή.

Κι έμεινε μόνο η θλίψη σου και με γεμίζει.

Όταν δε με βλέπεις, φτωχαίνω,
Όσο πάω, φεύγει το αίμα.
Πεινώ και κρυώνω, αδειάζω.
Γίνομαι σαν τον αδικημένο, το γυμνό.

Όταν ανοίγεις τα βλέφαρα,
Το βλέμμα σου κρέμεται πάνω μου
Σαν τον ζυγό μιας μοίρας που ζυγιάζεται,
Σαν αρχαγγελικό σπαθί που τρέμει
Μετέωρο: να πέσει − να μην πέσει.

Όταν μ’ αφήνεις,
Είμαι η άδεια θέση,
Τ’ άδειο κορμί, το κούφιο στήθος,
Γεμάτο αντίλαλο, κομμένη ανάσα.

Όπου κι αν πάω, σ’ όποια
Πτυχή της μοναξιάς κρυφτώ
Με τις αισθήσεις μου όλες κλειστές,
Σαν κατοικία αισθάνομαι εγκαταλειμμένη,
Ήχους γεμάτη, βήματα, σιωπή.

Η απουσία σου αδειάζει το σώμα, ερημώνει το πρόσωπο.





Θυρόφυλλα


Είμαστε άλλοι, τόσο άλλοι
Μες στο πλησίασμα, όπως
Θυρόφυλλα, που γέρνουν το ένα στο άλλο,
Σμίγουν, αλληλοασπάζονται, σφαλούν,
Μοιράζονται τον ύπνο, το φιλί, στα δυο,
Χωρίζοντας τα κόκαλά τους,
Μες στο σπαραχτικό τριζοβόλημα, στη σιωπή.

Είμαστε τόσο άλλοι μες στο πλησίασμα.

Δυο μαύρα στίγματα σμιχτά στο φως,
Δυο στίγματα, δυο φύλλα, δυο κορμιά.

(Έξω ουρλιάζει η ερημία στους διαδρόμους).


[Από την ενότητα «Το δίχτυ των ψυχών»]





Ο άλλος


Κάποιος μπαίνει ανάμεσά μας πίσω από την όψη μας,
Έρχεται και μπαίνει κάποιος άλλος.

Γεύεται τη γεύση μου, όταν σε γεύομαι,
Αγγίζει το άγγιγμά μου, όταν σ’ αγγίζω,
Όταν σου σπέρνω τα χέρια μου, τα χείλη μου,
Να φυτρώσουν στη σάρκα σου να με θυμάσαι.

Μπαίνει ανάμεσά μας, ζεσταίνεται
Μες στην ζεστήν αγάπη μας, την έχει φωτιά του.


[Από την ενότητα «Μετάσταση»]





Μελέτη ψυχής

                                                Μην είδατε την ψυχή μου;
                                                                «Δενδρόκηπος»

II


Ερείπια πέφτουν στην ψυχή μου,
Ερείπια ουρανών, ερείπια ήλιων.

Πέφτουν βουνά, πέφτουν φτερά μεγάλα,
Οι Άγγελοι που μπήκαν στα όνειρά μου.

Η λάμψη όλη θαμπώθηκε, σωριάστηκε το φως
Σε σκοτεινές στοές, μες σε μεγάλες λίμνες.

Το φως που είδαν και μάζεψαν τα μάτια μου.

(Πανέμορφά μου πρόσωπα νεκρά,
Τρυφερά μου ένσαρκα προσωπεία,
Σα λαβωμένα πουλιά ή ραγισμένα αγάλματα,
Αχνά από θλίψη, γυμνά από κάθαρση,
Άπειρα πένθιμα, άπειρα σιωπηλά).

Είναι κάπου, αντανακλά μια πυρκαγιά.

Ένας καθρέφτης είναι ο μέσα κόσμος,
Ένας καθρέφτης μέσα μου και δεν τελειώνει.




V


Πώς θα μπορέσω ν’ αναπαύσω την ψυχή μου.

Γέμισα χτύπους και τριγμούς,
Σαν κάποιος μέσα μου να θορυβεί,
Σαν κάποιος να στηθοδέρνεται.

Ίσως αυτό που λέμε τύψη
Να ’ναι ένας δαρμός,
Ένας κρυφός δαρμός ή θρήνος.

Κόψη αόρατου φτερού που παραδέρνει.

Μέσα μας δέρνεται, μες σε κλειστά τοιχώματα,
Χωρίς ν’ ακούει κανείς, δίχως αντίλαλο,
Καθώς μέσα σε τέσσερις τοίχους.

Χτυπάει, χτυπιέται και ματώνει.


[Από την ενότητα «Μελέτη ψυχής»]





Από τη συλλογή «Το δίχτυ των ψυχών», (1965).
Πηγή: «Γιώργος Θέμελης - Δενδρόκηπος και άλλα ποιήματα», [(Επιλεγμένα ποιήματα 1923-1975). Εισαγωγή, επιλογή, επιμέλεια: Πέτρος Γκολίτσης. Επίμετρο: Χρήστος Μαλεβίτσης.]
Εκδόσεις Ρώμη, 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου