Ο ποιητής
Είμαι
της ζωής ο αλήτης κι έχω για σκηνή
τη
γαλάζια σκέπη
Φεύγουν
και γλιστρούνε σαν πεντάρες οι ώρες
από
τρύπια τσέπη
Πάνωθέ
μου, κήποι κρεμαστοί οι ουρανοί
Στης
νυχτιάς τον κλώνο
δρέπω
τα όνειρά μου ξωτικές οπώρες
Απ’
τα νέφη δένω μαγικές αιώρες
και
το στίχο απλώνω −νήμα τεντωτό−
από
αστέρι σε άστρο για να περπατώ
Με
ρυθμό χορού πηγαίνω και στο πλήθος βιαστικό
καστανιέτες
κρούω τις ρίμες κι όλο τραγουδώ
Πλέκω
υφάδια νεραϊδένια με το στίχο
υφαίνω
σάδια
και
στις δημοσιές τα στρώνω
Όπου
με βολεί ξαπλώνω
οι
φωνές δεν με σκοτίζουν
και
φυσούν οι ιδέες χάδια
και
με νανουρίζουν
Σμάρι
οι κόσμοι από μελίσσια
στα
ψηλά στριφογυρίζουν
Απ’
του απείρου την κυψέλη
μες
στων στίχων την κερήθρα τα νοήματα περίσσια
στάζουν
μέλι
Μαύρο
αγκάθι αν μ’ αγκυλώσει
το
φαρμάκι του ρουφάω με τα χείλη στην πληγή
και
το αίμα μου κι εκείνο σαν γλυκό κρασί
που
με δυναμώνει
Κι
από τα μισόκλειστα ματόφυλλά μου
σαν
απ’ της ψυχής μου κάποια χαραμίδα
της
ζωής τα μυστικά κρυφοκοιτώ
Άστρα
που κυλούνε και τα δάκρυά μου
στο
λαιμό μου γύρα χάντρες τα περνώ
στη
λεπτή αλυσίδα
δουλεμένου
στίχου
Με
το στόμα πάνω στο χρυσό μου αυλό
σαν
γλυκό εραστή μου πάντα τον φιλώ
και
τα πάθη σαγηνεύω φίδια με τα μάγια του ήχου
Νύχτα,
με τα πόδια περπατώ γυμνά
ξεψυχούν
λουλούδια
έξω
απ’ τις κλεισμένες θύρες τα τραγούδια
Νύχτα
δίχως φώτα η πόλη, σκοτεινά
Και
περνώ κοιτώντας στ’ ουρανού τα πλάτια
τη
ζωή στα μάτια.
Σφίγγες
Μέσα
στα σκότη −ω, των πλασμάτων σπαραγμός−
σε
τραγική είναι μόνωση οι άνθρωποι κλεισμένοι
Το
σώμα ανάμεσά τους στέκεται ως φραγμός
κι
αίνιγμα απρόσιτο ο ένας για τον άλλον μένει
Η
απόγνωση το ερωταγκάλιασμά τους δένει
κι
είναι το φίλημά τους αγωνίας λυγμός
Μα
ό,τι κι αν κάνουν μένουν πάντα χωρισμένοι
μάταιος
της αγάπης ο εναγκαλισμός
Κρεμιέται
απ’ των ματιών την άβυσσο η ψυχή τους
βλέπει
του νου να χάσκει ο απύθμενος γκρεμνός
κι
ο ίλιγγος σαν κρασί μεθά την αίσθησή τους
Και
μες στης νύχτας το μυστήριο τυλιγμένοι
με
τ’ άστρα του καθώς τους ραίνει ο ουρανός
σαν
Σφίγγες αντικρύζονται οι ερωτευμένοι.
Ησυχασμός
Της
ανεμόδαρτης ψυχής μου η λίμνη ακινητεί
και
λάδι απόψε χύνεται του ησυχασμού η γαλήνη
στην
τρικυμία των παθών, απ’ τ’ ανοιχτό λαγήνι
που
η φωτισμένη νόηση του πόνου μου κρατεί
Πλέοντας
μέσα στου αχανούς την απεραντοσύνη
γαλάζιοι,
απόψε, οι στοχασμοί μου ανοίγονται λωτοί
Κι
ανάμεσα σε δυο άπειρα φαντάζει κρεμαστή
καθρεφτισμένη
όλη η έναστρη νυχτιά σε μένα ως κλίνει
Μιας
νέας επικάλυψης το φως δέχεται ο νους
στης
έκστασης τους μαγικούς που υψώνεται ουρανούς
Κι
όπως του κόσμου τ’ όραμα γερμένο αντιφεγγίζει
τη
νύχτα αυτή στο τρομερό Μυστήριο προσεγγίζει
−Το
θαύμα πότε γίνηκε κι ανάβλεψε ο τυφλός;−
Μέσα
στου ανθρώπου την ψυχή γνωρίζεται ο Θεός!
Ίλιγγος
Κλεισμένη
στου κρανίου μου το γρανίτη
η
σκέψη μου οργιάζει και σφυρά
σκάβοντας
σπήλαια κι άντρα φοβερά
με
φαντασία διαβολικού τεχνίτη
Κι
εμπρός σε βάραθρα που ο νους μου φρίττει
μ’
αακράτητην ορμή κατηφορά
Κάτου
βογγούνε σκοτεινά νερά
σε
χείμαρρου ξεχειλισμένη κοίτη
Της
τρέλας ο ίλιγγος παραμονεύει
με
του φιδιού το βλέμμα σαγηνεύει
και
την τραβάει μαγνήτης στο γκρεμνό
Χίλια
γυαλένια μάτια την κοιτούνε
λιθάρια,
οι λογισμοί κατρακυλούνε
και
ξαφνικά· πηδάει μες στο κενό.
Φρίκη
Απόψε
ο νους μου έχει κλειστεί
μες
στο κελί του το ρημάδι
Τις
μαύρες σκέψεις παίρνει υφάδι
το
ράσο πλέκει του ασκητή
Μα
ως στημονίζει την κλωστή
του
λύχνου σώνεται το λάδι
κι
από των τρόμων το πηγάδι
βγαίνει
φωνή μουρμουριστή
Στέκει…
αφουγκράζεται… κοιτάει
πάνου
στα νύχια περπατάει
Κανείς!
Παντού ησυχία… Μιλιά
Μες
στο σκοτάδι ανατριχιάζει
μ’
άξαφνο γέλιο τον τραντάζει
κι
η τρέλα σφίγγει τη θηλιά.
Από
τη συλλογή «Προφητείες» (1931).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου