Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

Βίκυ Δερμάνη, "Εύσαρκο κάτι σαν φως"





Ακούστε με!


Ξεπηδά μέσ’ από τις σκιές χαλασμένου σπιτιού
(οι σωλήνες οι φλέβες το αίμα τα έπιπλα)

με ζοφερή την αφή τηλεφωνεί απελπισμένα
(από χρόνια κομμένες γραμμές και ζωή)

Πα-ρα-κα-λώ, παρακαλώ ουρλιάζει, ακούστε με!
Ακούστε με! (τα κεραμίδια πέφτουν)





Η Αγγελική


Δραματικά ελεύθερη, μετέωρη τραγικά η ψυχή της. Μ’ ένα ξυράφι στα χέρια όπου τον ήλιο έκοβε στα δυο. Μ’ έναν αντικατοπτρισμό στα μάτια τρεμάμενο κι οβελιστέο. Από δηλητηριώδη ερπετά το σώμα της ζωσμένο. Αχνιστό αίμα με μανία κόχλαζε κάθε που η πείνα της άγρια, εύσαρκα οράματα γεννούσε. Κάθε που η φωνή της σάρωνε το κενό με μιαν χορδής σπασμένης αγωνία. Κάθε οπού νεφών κλαγγή σκέπαζε το κεφάλι· τα μάτια της σκέπαζε, τις κραυγές. Κάθε που σωριάζονταν προγόνων τσακισμένες καρδιές στις πολυθρόνες της, μυαλά σαλεμένα. Κάθε όπου από το ταβάνι ως πολυέλεοι κρέμονταν της ανάσας της τα δάκρυα. Θήτευε τη ζωή της σαρώνοντας το πάτωμα, ανοίγοντας και κλείνοντας παράθυρα. Γνέφοντας στις ανάσες των απόντων της, τις παγωμένες να ζεστάνουν νύχτες. Οι γδαρμένες παλάμες τούς τοίχους χτύπαγαν με λύσσα, κάθε που θρηνούσε ζωή σπαταλημένη κάτω από στέγη που όγκοι την έθρυβαν καρκινικοί, κύτταρα αδηφάγα ως κισσοί απλώνονταν στο χρονόμετρο της ήττας. Το σπίτι της στήριζαν τοίχοι ραγισμένοι και πάτωμα σαθρό. Τη μέρα βύζαινε αγέρα μαύρο φωτιές κατάπινε τις νύχτες, η Αγγελική. Θήτευε τη ζωή της όλη ασπαίρουσα κι αιμορροούσα.

Μια νύχτα κρύα, κατά τη συνήθειά της, άνοιξε το παράθυρο, κοίταξε τη φιδίσια ουρά του φεγγαριού, τους άδειους δρόμους κοίταξε·
κι ύστερα για το άπειρο αποχώρησε ησύχως.





Τα δάκρυα


Με περισσή φροντίδα τα ’κρυβε κάτω από ωραία βελούδινα υφάσματα, πέπλα μαύρα ή πίσω από παράθυρα και πόρτες κλειστές. Τα προκαλούσε να ανθίσουν, τα απαράμιλλης ομορφιάς μπουμπούκια ετούτα λαίμαργα να τραφούν από δέρμα από σάρκα, μέχρι που κουρασμένα πια να μαραθούν κι αβίαστα στο πάτωμα τα χορτασμένα πέταλα να ρίξουν. Αναπλήρωνανε τη θέση τους άλλα, που δίχως καθυστέρηση μεγάλη με τ’ άνθη πρόσωπο και σώμα τους έρχονταν να γεμίσουν, μετατρέποντάς την ολάκερη σε κήπο λύπης· θλίψης ολάνθιστης.

Δεν άνθιζαν ανέξοδα στο σώμα της τα δάκρυα.





Πανικόβλητη ζωή


Σκόνη· ιδρώτας παντού. Ο ουρανός πένθιμο ένα προοίμιο. Της εποχής το τοπίο νταμάρι ξερό. Άνθρωποι στεγνοί, λυγισμένοι, βλοσυροί. Κλειστά ανήλιαγα παράθυρα. Σπίτια σαθρά. Σώματα κοκαλιασμένα στο σημείο που τα βρήκε ο εν ζωή τους θάνατος. Η καταιγίδα ξαφνική στα δίχως χαμόγελα πρόσωπα χαραγμένη. Μέσα της το αύριο κλαίει. Η σκοτεινιά δίχτυ αράχνης τεράστιο κυρίευσε τις πόλεις, τα σπίτια, τους ανθρώπους. Εν τω μέσω της νυχτός θλιμμένα άστεγα φαντάσματα ψάχνουνε τόπο να κουρνιάσουν. Σαν ξημερώσει θα προχωρήσουν με σιγουριά ρακένδυτη την ατελείωτη μαρτυρική πορεία τους.

Σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι και· δεν ξέρω, πόσοι πια ζούμε στη βουλιμία μιας ζωής·

πόσοι παραδοθήκαμε τροφή της πανικόβλητη.





Από τη συλλογή «εύσαρκο κάτι σαν φως», ΑΩ Εκδόσεις, 2018.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου