ΤΑ
ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ
Μετά
το έγκλημα
έχουν
οι δολοφόνοι
τα
πιο αθώα μάτια.
Έκπληκτοι
μπρος απ’ τα πολύχρωμα γλυκά
εκστατικοί
στις φωτεινές επιγραφές που αναβοσβήνουν
στα
λαϊκά μελό 4-6
δακρυσμένοι.
Ντρέπονται
για το ύψος τους στους δρόμους
βυθίζουν
με μανία τα χέρια
στις
ρηχές τσέπες του πέτσινου
πάνε
γωνιά γωνιά μη και μας σπρώξουν.
Αν
ήταν δυνατό από μια μεριά
να
δείτε πώς ξυπνούν οι δολοφόνοι:
με
λίγο σάλιο πάνω στο σιδερικό
σαν
πιπίλα που γλίστρησε αργά.
Αλίμονο
σ’ εμάς
με
τη σκανδάλη στα μάτια.
Ο
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ
Μαύρες
κουκκίδες
Διάττοντες
στο χιόνι
Σήμα
μικρό που χάνεται στη θέα
Να
κάνει σκι πάνω σε μια νιφάδα
Το
βρίσκει άλλη νιφάδα και το λιώνει
Λιώνει
κι αυτή
Χιόνι
στο χιόνι
Βέρμιο
Φτερόλακκα ψηλά βουνά
Ο
χρόνος −
Κι
ο θάνατος το στρώνει
;
ΑΝΕΚΔΟΤΟ;
Μόλις
ο Νίκος Εγγονόπουλος
απέθανε
ο
Θάνατος του πρόσφερε τσιγάρο.
− Sans filtre! Sans filtre!
είπεν ο Νίκος
κι
επροχώρησε.
5.1984
ΤΟ
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗ
Μ’
ένα κασκέτο και μια τσάντα πλαστική
στρίβω
για χρόνια τη γωνιά του ίδιου δρόμου.
Δεν
έχω πρόσωπο· μύτη και δάχτυλα μονάχα
εξασκημένα
στο μαγνήτη του θηράματος.
Η
ακινησία του ζώου – αντίστασή του.
Σφίγγει
όλο σφίγγει το ακανόνιστο του σώμα
προβάλλει
τους κυνόδοντες κάθε κονσέρβας
και
μες στη νύχτα εκπνέει τα χαλασμένα χνότα του.
Όμως
το χέρι ξέρει να δαμάζει το θηρίο.
Παραμερίζω
τις φολίδες και το δέρμα
έμπειρα
νύχια μπήγω στο ψαχνό
τα
ζωντανά εντόσθια ρίχνω μες στην τσάντα
τη
λεία μετρώντας δυο στενά πιο κάτω.
Μ’
ένα κασκέτο και μια τσάντα πλαστική
θα
στρίψω απόψε τη γωνιά του ίδιου δρόμου.
Η
τελευταία μας νύχτα θα ’ν’ αυτή ωραίο μου ζώο
σκουπιδοφάγοι
απ’ αύριο θα μασάνε το κορμί σου
θα
’ρθω λοιπόν να σκύψω να κουρνιάσω
κουβάρι
μες στις τόσες μια σακούλα
κι
όπως στη σιδερένια αγχόνη του κυλίνδρου
χέρι
χοντρό χορευτικά θα μας σαλπάρει
μαζί
θ’ ακούσουμε τη διαταγή
του
καπετάνιου σκουπιδιάρη:
−
Πάμε!
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ
ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΑΙΓΑΛΕΩ
(Μιλάει Εκείνος)
−
Σ’ αυτό το χαμηλό βουνό
με
θέα προνομιακή πάνω στο θρόνο
ξέροντας
τι χρησμούς πατώ
σε
τι στενά τους ρίχνω
θα
δίνω παραγγέλματα μέχρι το βράδυ.
Μετά
συντετριμμένος ίσως κλάψω
και
τα χρυσά μου ενδύματα να σκίσω
μπρος
στα κουρέλια του στρατού των ηγεμόνων.
Ψυττάλεια
Θερμοπύλες Σικελία
ποιος
να υποψιαστεί·
σήμερα
Ξέρξης
χτες
Λεωνίδας
αύριο
Αλκιβιάδης.
Από τη συλλογή «Ο θάνατος το στρώνει», (1986), που
περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Γιάννης Βαρβέρης - Ποιήματα, Τόμος
Α΄, 1975-1996», εκδ. Κέδρος. (Γ΄ έκδοση 2008)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου