Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη, "Ο αστρολάβος"




Ο αστρολάβος


[...]
Χρειάζομαι έναν αστρολάβο, Καλλιόπη.
Θέλω να παρατηρήσω τη σελήνη και τα αστέρια που τρεμοφέγγουν στο κεφάλι μου σαν τράτες σε σκοτεινιασμένες θάλασσες. Να εξερευνήσω τα αμπάρια τους από λάβα και εκρηκτική ύλη. Να σκοπεύσω το χλομότερο βαρκάκι του ουράνιου στερεώματος πάνω στον κανόνα της μηχανής μου και να στρέψω τόσες μοίρες το δίσκο με την ακτίνα του ώσπου να συναντήσει το λαμπρότερο πλανήτη, το αστέρι σου. Να διαπιστώσω αν τέμνονται οι συντεταγμένες τους στο μέλλον. Μα στο χωριό μας δεν υπάρχουν αστρολάβοι.
Οι παλιοί λέγανε πως στη θέση που είναι χτισμένο το Αστράκι προϋπήρχε μια πολιτεία τρανή και ξακουσμένη. Αρχαίες πέτρες πώς χτίζουν τις ξερολιθιές του. Αφηγόντουσαν ιστορίες για σφραγιδόλιθους, γυναικεία κεφάλια και χαραγμένους κούρους που έβλεπαν το φως μιας αλλιώτικης μέρας στο ύψωμα με τα τείχη. Όμως λίγο με νοιάζουν όλα ετούτα εμένα. Οι πλάκες από μάρμαρο και τα βήσαλα που ξεπετάγονται με τα οργώματα στην Κεφάλα δεν έχουν στα μάτια μου καμία απολύτως αξία. Οι θησαυροί μου κρύβονται στον κάμπο.
Εσύ ήσουν πια τεσσάρω χρονών και η Κατίνα σου φορούσε μια ποδίτσα από ποπλίνα. Καμάρωνες και στριφογύριζες στην ποδιά μου.
«Έλα, μικιό μου, να σε πάω μια βόλτα με τη καινούρια σου ποδιά…» δεν τέλειωνα τη φράση μου και με άρπαζες από το χέρι. Η μάνα σου που ήταν σκυμμένη στο κοφινάκι με τα ρούχα για ανέραμμα, μας έγνεφε στο καλό και συνέχιζε τις κεδιές της.
Περνάγαμε τις πικραμυγδαλιές που έγερναν στους τροχάλους και ανηφορίζαμε στην Κεφάλα. Η γη σιγόβραζε και τα όσπρια άνοιγαν τα λουβιά τους. Οι άντρες με τα ανοιχτόχρωμα καμπανί που σκάλιζαν τα χωράφια τους, παρατούσαν για λίγο τη σκαλίδα, σήκωναν την παλάμη τους και μας χαιρετούσαν. Τραβούσαμε μαζί και το καλαμένιο σου άλογο, ένα από τα αγαπημένα σου παιχνίδια και οργώναμε τις πολύχρωμες παπαρούνες. Έτρεχες ίδια αμαζόνα με το καλάμι στα σκέλια σου, οι μπούκλες σου να ανεμίζουν και τα γέλια σου να μαστιγώνουν την ατμόσφαιρα. Μου φώναζες να σε κυνηγάω. Έκανα πως δε σε έφτανα και πως λαχάνιαζα και παραπατούσα, μόνο και μόνο για να βλέπω τα ματάκια σου να αστράφτουν από χαρά και τα μάγουλά σου να βάφονται πιο κόκκινα και από το λιάτικο σταφύλι.
Ένα απόγευμα μας βρήκε πάλι στην Κεφάλα να φυσά ελαφρό βοριαδάκι και να ακούμε το βροντερό σφύριγμα του πλοίου «Αγγέλικα» που αναχωρούσε από το λιμάνι του Ηρακλείου. Το δέος που έδεσε κόμπο το στομάχι μου ανακάτεψε τα σωθικά μου και ανασήκωσε όλες μου τις τρίχες. Ο πατέρας είχε συνοδεύσει το Μιχάλη μας στη Χώρα. Και ο αδελφός μου ήταν τώρα μέσα σε εκείνο το σιδερένιο θεριό και έφευγε στρατιώτης.
Σα να ένιωσες τη συναισθηματική μου υπερδιέγερση, πέταξες πέρα το καλαμένιο σου ζώο και ήρθες και κάθισες αμίλητη πλάι μου στα χαλίκια. Ο αέρας έφερνε τα μαλλιά σου πότε στο πιγούνι και πότε στα κατάξερα χείλη μου. Η μυρωδιά του κορμιού σου ανακατεμένη με τη γλυκιά υπνωτική οσμή από τα μανουσάκια που κρατούσες στα χέρια σου, έλυσε μαγικά τον κόμπο στο στομάχι μου και άνοιξε τους κρουνούς στα κλειδωμένα μου βλέφαρα. Εσύ, το νήπιο, με κράτησες στην αγκαλιά σου και εξακολουθώντας να μη μιλάς, στέγνωσες όλες τις γκρίζες λίμνες που είχαν πνίξει την καρδιά μου. […]





Το απόσπασμα «Ο αστρολάβος», είναι προδημοσίευση από το νέο, υπό έκδοση μυθιστόρημα της Αφροδίτης Φραγκιαδουλάκη, που αναμένεται να κυκλοφορήσει εντός του 2019.

Φωτογραφία: Robert Doisneau.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου