Η ΕΞΙΣΩΣΗ
Μάταιος
κόπος στον αιώνα, το γνωρίζει
μα
ως γνήσιος ποιητής ομολογεί
πολύ
θα το ’θελε να ’χε κι αυτός
ξοδέψει
τη ζωή του κυνηγώντας
εκείνη
την τρελή εξίσωση
που
βγάζει απ’ το τίποτε στο κάτι.
ΣΤΟ ΑΛΛΟ ΑΚΡΟ
Λόγια
που ακούς σε κάθε βήμα, αυτό
δεν είναι τίποτε, κανείς
στον κόσμο δεν αξίζει
ν’ ασχολείται, λόγια
απερίσκεπτα
αφού
όπως
διδάσκει η πείρα
το
τίποτε για τίποτε δεν το ’χει να εκραγεί
σκάει
το τίποτε και τότε
να
δεις Κόσμος, τότε
να
δεις Δημιουργία και Σύμπαν
–μπορεί
και Σύμπαντα, ποιος ξέρει–
όταν
το τίποτε περνάει
στο
άλλο άκρο, γίνεται τα πάντα
γίνεται
εσύ κι εγώ, κανείς
στον
κόσμο δε θυμάται
πως
ήταν μια φορά κι έναν καιρό το τίποτε.
ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ
Πολύ
μου αρέσει εδώ να χάνομαι
σ’
αυτά τα γνώριμα στενά
πολύ
μου αρέσει να καμώνομαι
πως
χάθηκα σ’ ετούτα τα στενά, σχεδόν
να
το πιστεύω
πως
δε θα ξαναβγώ
σε
δρόμο σίγουρο, σε γνώριμη
πλατεία·
έτσι ακριβώς
όπως
χανόμουν
μισόν
αιώνα πριν, παιδί
απ’
την επαρχία, καινούργιος
στην
πρωτεύουσα, εδώ
στους
μυστηριώδεις
περί
το κέντρο λαβυρίνθους της
έτσι
μου αρέσει εδώ να χάνομαι
καθώς
μισόν αιώνα επιμένω
σταθερά
να φθείρω
στην
πόλη αυτή τις σόλες μου
και
την ψυχή μου
να
χάνομαι, να ελπίζω απεγνωσμένα
πως
έτσι εδώ θα μείνω, αιωνίως
να
περιφέρομαι
φάντασμα
νεαρού επαρχιώτη
της
δεκαετίας του εξήντα
που
έχασε οριστικά το δρόμο του.
ΤΑ ΠΛΑΤΑΝΙΑ
Είκοσι
πέντε χρόνια εδώ
από
καιρού εις καιρόν καθηλωμένος
αιχμάλωτος
της ομορφιάς του τόπου
βλέπω
Σταγιάτες, Μακρυνίτσα, Ανακασιά,
την άκρη
απ’
την ουρά της Πορταριάς, λιγάκι
Παγασητικό
και προπαντός
αυτά
τα ένδοξα πλατάνια, πώς αλλιώς
να
τα ονομάσω έτσι πυκνά κι αμέτρητα
έτσι
μέγιστα, σαλεύουν
τα
κλαδιά τους ρυθμικά, βουίζουν όταν
παλεύει
ο άνεμος ν’ ανοίξει δρόμο
ανάμεσά
τους
στεγάζουν
πλήθος αηδονιών, ψηλώνουν
χρόνο
το χρόνο, κάποτε
θα
φτάσουν ως τον ουρανό
να
μου το θυμηθείτε, ακούραστες
οι
ρίζες τους τραβάνε τα νερά
του
απόκοσμου Κραυσίδωνα, εδώ
είκοσι
πέντε χρόνια τώρα
συνάντησα
τη Μήδεια, τον Δημήτριο
Πολιορκητή
και πλήθος άλλους
και
τι μπορεί, και πώς μπορεί
ένας
φτωχός γραφιάς να ευχαριστήσει
τα
γενναιόδωρα πλατάνια του παρά
γράφοντας
ένα αυθόρμητο
δοξαστικό,
μια εκ βαθέων εξομολόγηση
στον
άνεμο, στον ουρανό, στο Άγνωστο.
Άγιος
Ονούφριος, 2016
ΕΝ ΒΥΘΩι …
Κάπου
μακριά βρισκόμουν, έφτανε
αβέβαιη
η φωνή, σταλμένη
από
κεραίες και δορυφόρους, μόλις
που
ακουγόταν, όλο
αγωνία
ρωτούσε, κάπου
με
περιμέναν κι είχα
αργήσει,
πόσος
καιρός
να ’χε περάσει
πώς
είχα ξεχαστεί σ’ αυτές
τις
ερημιές, για πού
είχα
ξεκινήσει, κάτι
μου
θύμιζε η φωνή κι έπρεπε
να
βιαστώ, με περιμέναν, κι έπρεπε
να
βγω επειγόντως απ’ αυτό
το
μισοσκόταδο, να βγω
απ’
αυτό το βύθισμα, να τρέξω
μα
εδώ τα δύσκολα
πώς
λύνεται η αντίφαση, κάτι έπρεπε
ν’
αλλάξει εδώ, κρυμμένος
δρόμος
να βρεθεί γιατί κανείς
κανείς
που βγήκε απ’ τ’ όνειρο, ποτέ
δεν
έφτασε κανείς και πουθενά.
Από
τη συλλογή «Σημαντικές λεπτομέρειες», εκδ. Κουκκίδα, 2018.
Ωραία ανατρεπτικά ποιήματα.
ΑπάντησηΔιαγραφή