Τιμαλφή
Τα
μάζεψα σ’ ένα κουτί
τα
Τιμαλφή του Έρωτα.
Δυο-τρεις κάρτες με φιλιά
καρδούλες
και υποσχέσεις.
Αποξηραμένα
άνθη
−
ως επί το πλείστον −
κόκκινα
τριαντάφυλλα.
Τα
σκουλαρίκια που φτάνουν
ως
τον ώμο.
Το
μπλουζάκι μαύρο, ανοιχτό
στο
στήθος.
Δυο
στηθόδεσμους κοφτούς
στα
τρία τέταρτα.
Κι
άλλη πλούσια ηδονική εμορφιά.
Πολλά
κεριά, όλα μισοκαμένα.
Κι
ένα σωρό ακόμα μικροπράγματα
μιας
μεγάλης αγάπης.
Τα
μάζεψα σ’ ένα κουτί
και
τα ’κλεισα στη φυλακή.
Στο
πατάρι.
Πίσω
απ’ τους σωρούς με τα παλιά βιβλία.
Μες
το σκοτάδι.
Στο
βυθό της σκέψης μου.
Στα
υπόγεια μύχια μου.
Κάθε
Κυριακή ανοίγω το πατάρι
να
πάρουν αέρα, ν’ ανασάνουν.
Τα
βράδια στα όνειρά μου
παίζω
μαζί τους κουκλοθέατρο.
Μόνον
αυτό.
Και
καμιά φορά, όταν έχω διάθεση
ανοίγω
το κουτί κρυφά
−
είναι φοβεροί οι φρουροί της μοναξιάς −
κι
αναπνέω βαλσαμωμένο πόθο
και
το άρωμα των κορμιών πάνω
στα
τριαντάφυλλα.
Κάποιες
Κυριακές
ανάβω
τα κεράκια ένα-ένα,
κοιτάζοντάς
σε να χαμογελάς
στη
φωτογραφία.
Όλοι
μας έχουμε ένα μυστικό
νεκροταφείο.
Τα χαμένα Ποιήματα
Τα
χαμένα Ποιήματα όνειρα της αυγής,
από
κρίνα και πάχνη.
Δροσοσταλιές
κροκάτης μνήμης.
Η
ανάσα του παιδιού πριν φορτωθεί
την
σχολική του τσάντα.
Φωτοσκιάσεις
στο ξυράφι της σκέψης.
Φεύγουν
με τον ερχομό τους.
Μεγαλοπρεπή.
Αφανέρωτα
στην πανάκεια ημέρα.
Τα
χαμένα Ποιήματα είναι σαν τα όνειρα
των
ερωτευμένων. Τα πιο ωραία.
Που
δε γράψαμε ποτέ.
Απορία
Έρχεσαι
ή φεύγεις;
Πού
θες να ξέρω
προς
τα πού φυσάει ο αγέρας
τις
ιερόδουλες καλαμιές του.
Νοσταλγία
«Και καθώς έπεσα μονομιάς
στα βαθιά νερά, είμαι τόσο αιφνιδιασμένος, ώστε δεν είμαι σε θέση ούτε να
κολυμπήσω για να κρατηθώ στην επιφάνεια, ούτε να ακουμπήσω τα πόδια μου στον
βυθό»
DESCARTES,
ΔΕΥΤΕΡΟΣ
ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ
Έρχεσαι
και φεύγεις,
επαναλαμβάνεσαι.
Εικόνα
του πρωινού θανάτου.
Ατενίζοντας
αλαφιασμένα και βαθιά
την
ίδια θάλασσα.
Ξεδιπλώνεσαι
στα μελτέμια
του
Σεπτέμβρη
και
στους κρύους παφλασμούς
των
πικρών υδάτων.
Ανώφελο
φορτίο κουβαλάς
μιας
μακρινής νοσταλγίας.
Στο
ίδιο πεπρωμένο ξανά και ξανά.
Εικόνα
του πρωινού θανάτου.
5-9-2010
Απόσταση
Σε
αυτή τη μακρινή επέτειο
λέω
να φορέσω χαμομήλι.
Ούτε
κλαδιά ελιάς ούτε κισσού.
Όσο
κι αν λυγίσουν, δε σε φτάνουν.
Από
τη συλλογή «Ανιμολόγια», Μάρτιος 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου