Ο γερο-Λέμας
Ο ΓΕΡΟ-ΛΕΜΑΣ ΣΤΕΓΝΩΣΕ απ’ τη φιλαργυρία. Ξενιτεύτηκε
στην Αμερική, έκανε περιουσία, παντρεύτηκε, δεν χάρηκε παιδιά. Γύρισε πίσω, για
να πραγματοποιήσει το όνειρό του: να επισκευάσει το σπίτι του το πατρικό. Άμα
εγκαταστάθηκαν εκεί με τη γυναίκα του, πήγαιναν κι έπαιρναν φαΐ από μια ταβέρνα,
λίγα πράματα, δυο κεσεδάκια, μια μερίδα μοιράζονταν και σαλάτα. Πιάνονταν χέρι
χέρι, εκείνη περπατούσε τόσο προσεχτικά λες κι ήταν από γυαλί − έσπασε πρώτη.
Αφότου χήρεψε ο γερο-Λέμας, άρχισε να μαζεύει, να διπλώνει, το κεφάλι του σαν
να χωνόταν μέρα τη μέρα ανάμεσα στις κλείδες και στα πλευρά. Φορούσε ένα
παμπάλαιο κοντό μπουφάν, το λάστιχό του είχε χαλαρώσει εντελώς και το τελείωμά
του, ξεχειλωμένο κι άκαμπτο, στεκόταν λες κι είχε μέσα βαρελιού τσέρκι. Κάποιος είπε πως ως
και το σώμα του τσιγκουνευόταν να δώσει στον θάνατο κι ότι σωνόταν για να
αποφύγει το πιο περιττό απ’ όλα έξοδο, πως έκανε το σκατό του παξιμάδι,
και τώρα θα γινόταν ο ίδιος παξιμάδι, να τον θρυμματίσουν πάνω απ’ τη
σκαμμένη γη.
Οι επισκέψεις των συγγενών
πλήθυναν προς το τέλος, ο γερο-Λέμας τούς υποδεχόταν −τρόπος τού λέγειν−
ξαπλωμένος στον καναπέ, διπλωμένος σαν γερασμένο έμβρυο, σουφρωμένος ξερός
καρπός, να τον βαστάει απ’ το κλαρί μια τρίχα. Εκείνοι μιλούσαν σ’ έναν τόνο
προσποιητά μειλίχιο, γλυκερό, ψεύτικο.
Ο γερο-Λέμας πέθανε Μεγάλη
Εβδομάδα. Το βράδυ της Ανάστασης, στον δρόμο άναψαν τα λαμπιόνια. Στο σπίτι του
γερο-Λέμα όλα ήταν κλειστά· η πρόσοψή του εντελώς λιτή, σαν σπίτι ζωγραφισμένο από παιδί, λυπημένο παιδί όμως, να έχει δυο παράθυρα για μάτια και
μια πόρτα για στόμα, κλειστά, σαν παιδί που ήρθε στα γεράματα κι ορφάνεψε
γρήγορα.
Τα κοράκια πύκνωσαν τις
επισκέψεις τους στο σπίτι του γερο-Λέμα· κάποια περπατούν πάνω στη στέγη του σαν
συλλογισμένα, μοιάζουν σαν να αναζητούν τρόπους να πείσουν, να δελεάσουν· άλλα
σαν ζωντανά ακροκέραμα· κι είναι κι ένα μεγάλο, όλο πετάει πάνω απ’ τη στέγη,
περίλυπος ψυχοπομπός.
Από το βιβλίο «Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες»,
εκδ. Κίχλη, 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου