ακαταστασία του κόσμου.
Άνεμοι σύντροφοι μας άπλωσαν το χέρι
ήλιοι μας προσηλύτισαν
ιδανικά τραντάξανε κι εμάς την πόρτα − όμως αργήσαμε,
η ζωή δε μας περίμενε,
όταν ανοίξαμε, τα χνάρια από αίμα είχαν θολώσει·
πριν ξεκινήσουμε, βουλιάξαμε σ’ αποχαιρετισμούς.
πιστεύοντας, πιστεύοντας, πάντα πιστεύοντας
ψάχνοντας για ποτάμια στις κορφές
σέρνοντας σαν ξερόφυλλα τα βλέφαρα στους τοίχους πουθενά
δροσιά,
μια μαύρη λάμψη ολόγυρα μονάχα.
τα ματωμένα της μαλλιά κολλάν στο πρόσωπό μας,
χιλιάδες νύχια προβολείς χυμούν μεσ’ απ’ το σκέλεθρό της,
ανατριχιάζει ο αγέρας πνέοντας ανάμεσα από πετρωμένα
βλέφαρα,
τ’ αναστραμμένα μάτια τού αύριο μάς τρελαίνουν.
Θάμπωσε ο κόσμος, θάμπωσε σαν ακτινογραφία
μα της αρρώστιας το αίνιγμα ξεδιάλυνε για πάντα.
Πότε λοιπόν θ’ ανθίσουνε τα χέρια μας ένα χαιρετισμό χαράς
σπάζοντας τα θερμόμετρα της πίκρας και της έγνοιας
σπάζοντας χειροπέδες δεκαπέντε ρουμπινιών
πότε θ’ αλλάξει ο αγέρας μέσα στις ψυχές μας;
ποιος να μερώσει τον καημό του κόσμου
όταν ματώνει ο ήλιος μπούκες τουφεκιών
όταν η νύχτα αποζητάει τη σάρκα που ’γινε όνειρο,
γιατί πού να κρυφτούν των κοριτσιών τα δάχτυλα, σε ποια
κρυψώνα απαντοχής
ποιες δακρυσμένες φυλλωσιές να τα παρηγορήσουν,
όταν γυρνούν τη νύχτα πίσω
βαριά τα γράμματα της γραφομηχανής και σκίζουνε
τα νύχια τους
όταν γυρνάνε πίσω και παραπατούν μες στην καρδιά…
− ο έρωτας, ο έρωτας, μια λέξη που δε σχηματίσανε ποτέ
τούτα τα δάχτυλα
χρόνια και χρόνια αδιάκοπα
ψάχνοντας παγωμένα μέτωπα στα πλήχτρα.
του κόσμου,
πονάνε ρίζες από φως μέσα στο χώμα.
Κι όμως εμείς δε θα τελειώσουμε ποτέ καμιά μας πράξη
ψάχνοντας για ποτάμια στις κορφές
πιστεύοντας, πιστεύοντας, μόνο πιστεύοντας,
σκάβοντας μοναχά με την καρδιά
μια γούβα για γλυφό νερό μες στη μεγάλη δίψα.
μες στις ψυχές μας, απαρνιέται όλα ξανά
τα χρώματά του – κι απομένουμε στεγνά
τοπία χωρίς αρχή και χωρίς τέρμα.
χτυπιόμαστε όλη μέρα σαν τυφλοί
για μια καλύτερη θεσούλα στο κλουβί
κι όλο βρισκόμαστε σφιχτότερα δεμένοι.
κάναμε χάος το τοσοδά μας το μυαλό
− ο φόβος είναι θερμοκήπιο καλό,
ανθίζει σ’ όλες του τις ποικιλίες το ψέμα…
κρυώνει η μοίρα που παλιά σου ’χε δοθεί
− σε ποιες λοιπόν παγίδες έχουμε συρθεί;
Μέγα κακό είναι ν’ αρνηθείς τ’ ανάστημά σου.
του απείρου, όχι, δεν είναι δοκιμή.
Μπορείς να σέρνεσαι μια ολόκληρη ζωή,
υπογραφή δειλή μέσα στους δρόμους;
μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή
− άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή,
άνθρωποι που «διελύθησαν ησύχως…».
ώσπου για τη συναλλαγή να ξεκινήσεις,
ώσπου να μπεις στη ζυγαριά ειν’ ο κόπος·
δεν είναι γιατί πια δε θα ξαναϊδωθούμε
είναι γιατί τόσα τσακάλια, τόσα αγρίμια
τριγύρω αυτόν το χωρισμό καραδοκούνε.
δεν μπορεί να τους κάνει ν’ αγαπήσουν»
όμως κοιτώ με φρίκη με τι τρόπους
τα καταφέραν και τους κάναν να μισήσουν.
ήλιος που μας πονάει, αγέρας που τυφλώνει…
− Κάποτε ήταν ζωή όλες τούτες οι ερημίες,
κάποτες ήταν αίμα ετούτη η σκόνη.
τι δάκρυα, τι φωνές, τι πόνο ψηλαφήσαν…
«Τόση λαχτάρα ζωής» τη στείλαν να πεθάνει,
τόσες περήφανες ψυχές – και τις λυγίσαν…
το ξύπνημα στην άδεια κάμαρά μου,
όπου δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει
η φωνή μου που φώναζε όλη νύχτα τ’ όνομά σου,
τις ζυγαριές φοβάμαι που πληθαίνουνε στον κόσμο,
τις ζυγαριές που μέσα μας πληθαίνουν
όταν γι’ αυτό που γεννηθήκαμε δε ζούμε,
τις ζυγαριές, που είπαμε να τις σπάσουμε μια μέρα.
Μην πεις που ένα σου μέρος μοναχά θα εξαργυρώσεις
οι ζυγαριές έχουν σκληρά κι ύπουλα γάντζα,
όσοι μπλεχτήκαν, όλα τα ’χουν δώσει
και για γαμήλιες βραδιές στο Μπούρτζι
μα η θάλασσα έφρισσε − φτερούγα από λεπίδες−
άνθρωποι τόσο σίγουροι για την ψυχή τους
– κι έρχονται τώρα οι τελευταίες ειδήσεις:
πουλήθηκαν, καθένας στην τιμή του.
ένα μεγάλο αγκάθι
σπρωγμένο με τόση άνεση από δάχτυλα
που αγάπησα δίχως ελπίδα δίχως σύνεση
και τώρα πια δεν έχω λόγια να σκεπάσω τούτη την πληγή
φωνές για να την κρύψω.
Γιατί, δε θέλω, δεν μπορώ, δεν καταδέχομαι,
όσα έζησα
τώρα μονάχα ποίηση να ’ναι.
έκαψα τις σημαίες.
Τώρα μιλώ με την ανθρώπινη φωνή μου,
αχ, τώρα σας μοιράζω την ψυχή μου
− κι εσείς γυρνάτε αλλού το πρόσωπο…
κι όσα για σένα είχες ελπίσει
έχουνε τώρα πια όλα σβήσει,
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.
βαραίνει τώρα και συνθλίβει
καμιά σιωπή πια δε σε κρύβει
καμιά καταφορά δεν αναβάλλει.
ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης
− σαν ήρθε η ώρα να διαλέξεις
είπες: ας φράξουν τη φωτιά άλλα στήθη…
πώς να ’χεις έτσι ξεστρατίσει;
Σου άξιζε εσένα αλλιώς να ζήσεις.
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι…
Πηγή: «Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία [Ποιήματα 1949-2006]»,
εκδ. ύψιλον / βιβλία, 2017.
Στην εικόνα: Stanisław Witkiewicz, «Mgla wiosenna (Springtime fog)».
Πηγή
για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου