Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Βύρων Λεοντάρης, "Η ομίχλη του μεσημεριού"





ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Ι

Δεν ήρθαμε στην τύχη εδώ, μες στη σπαραχτική
         ακαταστασία του κόσμου.
Άνεμοι σύντροφοι μας άπλωσαν το χέρι
ήλιοι μας προσηλύτισαν
ιδανικά τραντάξανε κι εμάς την πόρτα − όμως αργήσαμε,
η ζωή δε μας περίμενε,
όταν ανοίξαμε, τα χνάρια από αίμα είχαν θολώσει·
πριν ξεκινήσουμε, βουλιάξαμε σ’ αποχαιρετισμούς.

Μείναμε να μας τυραννάει η μεγάλη δίψα
πιστεύοντας, πιστεύοντας, πάντα πιστεύοντας
ψάχνοντας για ποτάμια στις κορφές
σέρνοντας σαν ξερόφυλλα τα βλέφαρα στους τοίχους πουθενά
         δροσιά,
μια μαύρη λάμψη ολόγυρα μονάχα.

Η μέρα που λιντσάραμε μας ακλουθάει παντού,
τα ματωμένα της μαλλιά κολλάν στο πρόσωπό μας,
χιλιάδες νύχια προβολείς χυμούν μεσ’ απ’ το σκέλεθρό της,
ανατριχιάζει ο αγέρας πνέοντας ανάμεσα από πετρωμένα
         βλέφαρα,
τ’ αναστραμμένα μάτια τού αύριο μάς τρελαίνουν.
Θάμπωσε ο κόσμος, θάμπωσε σαν ακτινογραφία
μα της αρρώστιας το αίνιγμα ξεδιάλυνε για πάντα.
Πότε λοιπόν θ’ ανθίσουνε τα χέρια μας ένα χαιρετισμό χαράς
σπάζοντας τα θερμόμετρα της πίκρας και της έγνοιας
σπάζοντας χειροπέδες δεκαπέντε ρουμπινιών
πότε θ’ αλλάξει ο αγέρας μέσα στις ψυχές μας;

Δεν είναι να κρατήσει αυτό − γιατί
ποιος να μερώσει τον καημό του κόσμου
όταν ματώνει ο ήλιος μπούκες τουφεκιών
όταν η νύχτα αποζητάει τη σάρκα που ’γινε όνειρο,
γιατί πού να κρυφτούν των κοριτσιών τα δάχτυλα, σε ποια
         κρυψώνα απαντοχής
ποιες δακρυσμένες φυλλωσιές να τα παρηγορήσουν,
όταν γυρνούν τη νύχτα πίσω
βαριά τα γράμματα της γραφομηχανής και σκίζουνε
         τα νύχια τους
όταν γυρνάνε πίσω και παραπατούν μες στην καρδιά…
− ο έρωτας, ο έρωτας, μια λέξη που δε σχηματίσανε ποτέ
         τούτα τα δάχτυλα
χρόνια και χρόνια αδιάκοπα
ψάχνοντας παγωμένα μέτωπα στα πλήχτρα.

Δεν είναι να κρατήσει αυτό, τούτη η φριχτή ακαταστασία
         του κόσμου,
πονάνε ρίζες από φως μέσα στο χώμα.
Κι όμως εμείς δε θα τελειώσουμε ποτέ καμιά μας πράξη
ψάχνοντας για ποτάμια στις κορφές
πιστεύοντας, πιστεύοντας, μόνο πιστεύοντας,
σκάβοντας μοναχά με την καρδιά
μια γούβα για γλυφό νερό μες στη μεγάλη δίψα.



ΙΙΙ

«Αποχρωματισμοί»

Το δείλι σέρνεται κι αλλάζει πάλι δέρμα
μες στις ψυχές μας, απαρνιέται όλα ξανά
τα χρώματά του – κι απομένουμε στεγνά
τοπία χωρίς αρχή και χωρίς τέρμα.

Γρίφοι λυμένοι και ξανά μπλεγμένοι
χτυπιόμαστε όλη μέρα σαν τυφλοί
για μια καλύτερη θεσούλα στο κλουβί
κι όλο βρισκόμαστε σφιχτότερα δεμένοι.

Στα λόγια σπάταλοι, φιλάργυροι όμως στο αίμα
κάναμε χάος το τοσοδά μας το μυαλό
− ο φόβος είναι θερμοκήπιο καλό,
ανθίζει σ’ όλες του τις ποικιλίες το ψέμα…

Ακούς και δε γνωρίζεις τ’ όνομά σου,
κρυώνει η μοίρα που παλιά σου ’χε δοθεί
− σε ποιες λοιπόν παγίδες έχουμε συρθεί;
Μέγα κακό είναι ν’ αρνηθείς τ’ ανάστημά σου.

Δεν είναι ο κόσμος πείραμα στους τρόμους
του απείρου, όχι, δεν είναι δοκιμή.
Μπορείς να σέρνεσαι μια ολόκληρη ζωή,
υπογραφή δειλή μέσα στους δρόμους;

Θα ’ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως
μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή
− άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή,
άνθρωποι που «διελύθησαν ησύχως…».





ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ

ΙΙ

Ενθύμηση αποχαιρετισμού στ’ αρχαία ερείπια

…Ώσπου να πεις: δεν είναι πια άλλος τρόπος,
ώσπου για τη συναλλαγή να ξεκινήσεις,
ώσπου να μπεις στη ζυγαριά ειν’ ο κόπος·
μετά, νωρίς ή αργά, θα ισορροπήσεις.

Κι αν σου μιλώ με τόση γύμνια
δεν είναι γιατί πια δε θα ξαναϊδωθούμε
είναι γιατί τόσα τσακάλια, τόσα αγρίμια
τριγύρω αυτόν το χωρισμό καραδοκούνε.

Βέβαια, «κανένας με το ζόρι τους ανθρώπους
δεν μπορεί να τους κάνει ν’ αγαπήσουν»
όμως κοιτώ με φρίκη με τι τρόπους
τα καταφέραν και τους κάναν να μισήσουν.

Μυκήνες, τείχη, τάφοι, πανοπλίες,
ήλιος που μας πονάει, αγέρας που τυφλώνει…
− Κάποτε ήταν ζωή όλες τούτες οι ερημίες,
κάποτες ήταν αίμα ετούτη η σκόνη.

Τα δάχτυλά μας στις ασπίδες και τα κράνη
τι δάκρυα, τι φωνές, τι πόνο ψηλαφήσαν…
«Τόση λαχτάρα ζωής» τη στείλαν να πεθάνει,
τόσες περήφανες ψυχές – και τις λυγίσαν…

Γι’ αυτό, δεν είναι ο χωρισμός που με τρομάζει,
το ξύπνημα στην άδεια κάμαρά μου,
όπου δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει
η φωνή μου που φώναζε όλη νύχτα τ’ όνομά σου,

όχι δεν είναι η μοναξιά που με τρομάζει,
τις ζυγαριές φοβάμαι που πληθαίνουνε στον κόσμο,
τις ζυγαριές που μέσα μας πληθαίνουν
όταν γι’ αυτό που γεννηθήκαμε δε ζούμε,
τις ζυγαριές, που είπαμε να τις σπάσουμε μια μέρα.

Αχ, είναι να μη μπλέξεις με παλάντζα.
Μην πεις που ένα σου μέρος μοναχά θα εξαργυρώσεις
οι ζυγαριές έχουν σκληρά κι ύπουλα γάντζα,
όσοι μπλεχτήκαν, όλα τα ’χουν δώσει

για θρύψαλα χαράς και για εσπερίδες
και για γαμήλιες βραδιές στο Μπούρτζι
μα η θάλασσα έφρισσε − φτερούγα από λεπίδες−
τους τρέλαναν το πρωί τού ήλιου οι μπρούντζοι.

Άνθρωποι, ελπίδες, όρκοι, πεποιθήσεις,
άνθρωποι τόσο σίγουροι για την ψυχή τους
– κι έρχονται τώρα οι τελευταίες ειδήσεις:
πουλήθηκαν, καθένας στην τιμή του.





ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ

V

Πονώ γιατί πέρασε μέσ’ απ’ την καρδιά μου
ένα μεγάλο αγκάθι
σπρωγμένο με τόση άνεση από δάχτυλα
που αγάπησα δίχως ελπίδα δίχως σύνεση
και τώρα πια δεν έχω λόγια να σκεπάσω τούτη την πληγή
φωνές για να την κρύψω.
Γιατί, δε θέλω, δεν μπορώ, δεν καταδέχομαι,
όσα έζησα
τώρα μονάχα ποίηση να ’ναι.



VI

Έσπασα πια τις σάλπιγγες
έκαψα τις σημαίες.
Τώρα μιλώ με την ανθρώπινη φωνή μου,
αχ, τώρα σας μοιράζω την ψυχή μου
− κι εσείς γυρνάτε αλλού το πρόσωπο…





Η ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ

ΙΙ

Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
κι όσα για σένα είχες ελπίσει
έχουνε τώρα πια όλα σβήσει,
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.

Η πίστη σου − που τη σηκώναν άλλοι −
βαραίνει τώρα και συνθλίβει
καμιά σιωπή πια δε σε κρύβει
καμιά καταφορά δεν αναβάλλει.

Σκιά ήταν ό,τι για ζωή αγαπήθη,
ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης
− σαν ήρθε η ώρα να διαλέξεις
είπες: ας φράξουν τη φωτιά άλλα στήθη…

Ποτάμι που έχει μείνει ξερή κοίτη
πώς να ’χεις έτσι ξεστρατίσει;
Σου άξιζε εσένα αλλιώς να ζήσεις.
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι…





Από τη συλλογή «Η ομίχλη του μεσημεριού» (1959).
Πηγή: «Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία [Ποιήματα 1949-2006]»,
εκδ. ύψιλον / βιβλία, 2017.

Στην εικόνα: Stanisław Witkiewicz, «Mgla wiosenna (Springtime fog)».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου