(Marc Chagall, "Blue landscape")
Ας
μείνουμε
Μέχρι
να μας βρέξει τα πόδια το καλοκαίρι,
ας
μείνουμε
η
θάλασσα ένα βήμα απ’ το σπίτι.
Εγώ
σκαλοπάτι, εσύ σκεπή
γύρω
οι τοίχοι καλαμιές,
το
κύμα ν’ ακούμε
μέχρι
να μας βρέξει τα δάχτυλα, τους αστραγάλους,
ας
μείνουμε
Ύστερα
μια βουτιά … να ’σαι στο απέναντι νησί.
Ας
μείνουμε ως τότε,
ας
μείνουμε
μέχρι
το πρώτο κύμα να φέρει στα χείλη αμυδρή
γεύση λήθης.
Το
Σπίτι
Θέλω
να χτίσω ένα σπίτι
–
περίπου το ’χω
σχεδιάσει –
στην
άκρη του λιμανιού,
πάνω
στο βράχο.
Θα
σ’ ακούω ν’ ανεβαίνεις
τα
πενηνταδυό σκαλιά ένα-ένα,
το
σούρουπο,
σαν
σε καλώ πολύ συχνά
στη
θύμηση.
Πρώτα
περνάς απ’ το μικρό μπαλκόνι και κόβεις
ένα γιασεμί.
Όταν
πια φτάνεις στο παράθυρο, το φεγγάρι
μόνος οδηγός σου.
Κινούμενη
μαγνητικά θ’ ανοίγεις και θα μπαίνεις.
Στην
έλξη της Σελήνης θα αφήνεσαι.
Κι
όπως τα κύματα τυφλά την υπακούν,
διάφανη
πάλι θα γίνεσαι...
Στης
θάλασσας το μαύρο θα επιστρέφεις...
Αναχωρήσεις
Γιατί
ήσουν εσύ κι ήσουν εκεί.
Ίσως
δεν έχει γιατί.
Έφτασε
απλώς ο χρόνος ο καλός και μας βρήκε να
κοιτιόμαστε.
Ένα
καράβι της γραμμής μας προσπέρασε
σφυρίζοντας,
καθώς
έμπαινε στο πολύβουο λιμάνι.
Επιβάτες,
αποσκευές, ανακοινώσεις, αδιάκοπη
κίνηση...
Ούτε
τρόπος υπάρχει.
Ίδια
βλέμματα είχαμε θυμάμαι,
ενώ
ψάχναμε ο ένας τον άλλο στο χαμό.
Μόνο
μη σε πάρουν τα κύματα...
Αν
ήξερα να ταξιδεύω δίπλα σου!
Αν
ήξερα να ταξιδεύω...
Αν
ήξερα να μένω δίπλα σου,
ταξιδιάρης
ή αδρανής...
Θα
κριθώ και θα κριθείς.
Από
τα κύματα,
απ’
τα καράβια,
από
τον κόσμο, που γυρνά όπως εμείς.
Θα
αγαπήσω
θ’
αγαπηθείς
Μην
ξεχαστείς...
Να
φανείς
κάποτε
πάλι.
Ανάμνηση
Το
νησί που περπάτησες
πήρε
την κορμοστασιά σου.
Θα
θυμίζει εσένα να γέρνεις στο πλευρό
μου,
όταν
λικνίζεται στον άνεμο.
Θα
μυρίζει από σένα τα φωτεινά πρωϊνά.
Θα
είναι πια, στη μέση της θάλασσας, φιγούρα
οικεία
καθώς
θα καλπάζει στα κύματα...
Έφηβη
Πηνελόπη
Έστω
πως ποτέ του δεν γύρισε.
Τον
καπνό της δεν είδε ξανά.
Κι
ούτε στη μορφή της το χρόνο να περνά.
Μέσα
του υπήρξε ποθητή ως το γήρας,
καθώς
στους κόρφους λιμανιών εκοιμούνταν,
το
άρωμά της εκείνο,
του
κορμιού της τη χάρη μιμούνταν,
που
ως έφηβος κάποτε μύρισε.
Καίτη
Παπαδάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου