Ανοίγοντας
την πόρτα του Ιουνίου
Μεσάνυχτα
παρά κάτι, άπνοια, με θερμοκρασία στους
22 βαθμούς κελσίου,
Μαγιάτικη
νύχτα, έναστρη, 31 του μηνός
Τυλιγμένοι
στο σκοτάδι του απόμερου τοπίου της
φύσης,
Με
τη μελωδία από τα πουλιά, την απαλή ανάσα
των λουλουδιών,
Την
υπερτροφία των χόρτων,
Ω!
γλυκιά γυναίκα σε παρέσυρα με παρέσυρες
Στη
δίνη του κορμιού σου, στη δίνη του κορμιού
μου
Η
ανάσα σου, το φιλί σου, το άρωμά σου,
Έχεις
πιο λείο δέρμα από την Κ.,
Και
πιο μικρό στήθος,
Και
τα οπίσθια πιο λεία, πιο απαλά,
Και
η υγρασία μέσα σου πιο βαθιά,
Πιο
ζεστή, πιο ρευστή,
Και
τ’ ανείπωτα χάδια
σε περιοχές
Που
δε λέγονται, πιο δεκτικά-
Ω!
γλυκιά γυναίκα ένιωσα μέσα σου το καυτό
μεδούλι της φύσης.
Το
επόμενο μεσημέρι οι νωπές αισθήσεις
από το κορμί σου
Με
δονούσαν ακόμα
Όσο
κοίταζα την Κ. να κάθεται στο μπαλκόνι,
Μέσα
η τηλεόραση να παίζει διαφημίσεις για
αντηλιακά,
Για
προστασία στον ήλιο από το μελάνωμα,
Για
όζες στα νύχια, για κρέμες στους κάλους,
Καθόταν
η Κ. στο μπαλκόνι με την φίλη της,
Κάπνιζαν,
έπιναν καφέ
Κι
εκείνο που με συγκινούσε δίπλα στη σκέψη
σου
Ήταν
η υποψία πως η Κ. ή μάλλον καλύτερα η
φίλη της
Θα
στρέψει προς το βλέμμα μου
Την
κοντή λουλουδάτη εσθήτα που φοράει.
Το
λευκό ασβεστωμένο εκκλησάκι…
Το
λευκό ασβεστωμένο εκκλησάκι γίνεται
πιο διάφανο,
στην
αγκαλιά του γαλανού ουρανού,
στο
στόμα της γελαστής θάλασσας,
όπως
δύο κορίτσια με ρούχα θαλάσσης,
με
την ξυπολησιά σε διχαλωτές παντόφλες,
ανάβουν
ένα κεράκι μπροστά στα εικονίσματα...
Μια
κλοπή που έπρεπε να γίνει
Θυμάμαι
μια
καλοκαιρινή φωτογραφία
που
σε δείχνει στην πλατεία ενός νησιώτικου
χωριού
δίπλα
στους γονείς και τον αδελφό σου
με
τα μακριά εφηβικά μαλλιά
μια
λευκή μακό μπλούζα
ένα
κόκκινο σορτς
κι
ολόγυμνα πόδια που καταλήγουν σε
σαγιονάρες.
Την
είδα τη φωτογραφία ένα χειμωνιάτικο
βράδυ
στο
σπίτι σου στη Γλυφάδα
εκείνη
τη μοναδική φορά που με φιλοξένησες
και
μετάνιωσα που δεν την έκλεψα.
Είμαι
θύμα αυτής της μετάνοιας
Ποτέ
δε θα ξεφύγω.
Από τη συλλογή «Το φόρεμα που αλλάζει», εκδ. Οδός Πανός 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου