(Caspar David Friedrich,
"Le voyageur au-dessus de la mer de nuages", 1818)
"Le voyageur au-dessus de la mer de nuages", 1818)
Alzheimer
Όταν το σαράκι σού τρώει το μυαλό, δεν είσαι πια
ο ίδιος. Δεν είσαι ο εαυτός σου. Άλλοι σε ταΐζουν, σε ποτίζουν, σου δίνουν τα
φάρμακα, σε επιτηρούν, σε κλειδώνουν στο δωμάτιο σου. Να μην πάρεις τους
δρόμους. Κι εσύ; ένα κουρέλι πεταμένο. Ένα άδειο σακί, που το κουβαλάνε από δω
κι από κει, μέχρι να έρθει ο θάνατος να σε πάρει να γλιτώσεις κι εσύ κι αυτοί.
Δεν ορίζεις τίποτα, δεν γνωρίζεις τίποτα. Ούτε καν το όνομά σου. Έχεις ξεχάσει
ποιος είσαι, αν είσαι παντρεμένος, αν έχεις παιδιά. Δεν είσαι τίποτα. Παρά
μόνον ένα παραπανίσιο βάρος πάνω στη γη. Ένα εμπόδιο για τους δικούς σου. Ούτε
καν αυτό υποψιάζεσαι. Δεν έχεις κρίση, αισθήματα, επίγνωση καμιά.
Μαθεύτηκε γρήγορα ο χαμός σου. Από στόμα σε
στόμα. Από σπίτι σε σπίτι. Το πήραν οι εφημερίδες, το φώναξε το ραδιόφωνο, το
έδειξε η τηλεόραση.
Εξαφανίστηκε ο γεωργοκτηνοτρόφος ΘΕΟΔΩΡΟΣ
ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ
ΕΤΩΝ:78 ΑΠΟ: το χωριό Β. ΤΟΥ Νομού Γ.
ΜΑΤΙΑ: ΚΑΣΤΑΝΑ ΥΨΟΣ:1,70 ΒΑΡΟΣ: ΚΑΝΟΝΙΚΟ
Την ημέρα που εξαφανίστηκε, φορούσε γκρι σακάκι,
γκρι παντελόνι, καρό μπερέ και μαύρα παπούτσια. Πάσχει από Alzheimer. Μπορείτε
να βοηθήσετε; SOS 10-65 γραμμή ζωής.
Είχαν και τη φωτογραφία σου με το περιπαιχτικό
χαμόγελο και τη σιγουριά του νικητή. Σα να μας έλεγες: «Θα βρείτε τα οστά μου
υπό βροχήν. Θα σας κάνω χουνέρι. Έξι μήνες θα με ψάχνετε. Θα αχρηστέψω τα
μαραφέτια σας».
Ήρθαν συνεργεία
ανεύρεσης αγνοουμένων, σύμβουλοι του κράτους, ειδικές μονάδες αντιμετώπισης
καταστροφών, αστυνομία της ομάδας Ζήτα, της ομάδας Δέλτα, στρατός, πυροσβέστες,
δασικοί. Κινητοποιήθηκαν οι χωρικοί, οι τσοπάνηδες, οι κυνηγοί, οι ορειβάτες,
οι μανιταροσυλλέκτες, οι άνθρωποι του βουνού. Χωρίστηκαν σε ομάδες και χτένισαν
την περιοχή. Πέρασαν πλάι σου οι κυνηγοί, μα εσύ ήσουν κουλουριασμένος σαν
σκαντζόχοιρος κάτω απ’ τον κέδρο μες τα χαμόκλαδα και δεν σε είδαν.
Μάταια μύριζαν τους
βρεγμένους δρόμους τα σκυλιά της ΕΜΑΚ.
«Να κοιτάτε εκεί που θα
πετάν τα κοράκια» είπαν, κι έφυγαν άπραγοι.
Άρχισαν τότε οι ψίθυροι, ότι μπήκες στο
αυτοκίνητο ενός περαστικού και πήγες σε
άλλη πόλη, και ποιος ξέρει πού γυρνάς νηστικός και ρακένδυτος, χωρίς τα
φάρμακά σου, μακριά από τους ανθρώπους σου. Να σ’ έβλεπε τουλάχιστον κανένας
χριστιανός, να ειδοποιήσει τις αρχές να σε πάρουν και να σε φέρουν πίσω. Άλλοι
είπαν πως κάνας μεθυσμένος θα σε χτύπησε με το αυτοκίνητό του και σε παράχωσε
νυχτιάτικα σε καμιά γούρνα, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, ή σε πέταξε στη γέφυρα του
Αλιάκμονα, σε πήρε το ποτάμι και ποιος ξέρει πότε και πού θα σε ξεβράσει η
θάλασσα. Κι άλλα πολλά, τέτοια και χειρότερα φαντάζονταν οι άνθρωποι και δεν
είχαν τελειωμό οι τερατολογίες.
Είναι Μάρτιος. Δεν έχει ακόμα χαράξει η μέρα.
Βρέχει αποβραδίς χωρίς σταματημό. Η ομίχλη, ένα γκρίζο τείχος. Αδιαπέραστο.
Μπορεί μ’ ένα μαχαίρι να την κόψεις φέτες. Ήρθε πριν λίγα λεπτά το κορίτσι,
είδε ότι κοιμόσουν ήσυχα, άφησε την πόρτα με ένα μικρό άνοιγμα για να ελέγχει
κάθε τόσο την παρουσία σου κι έφυγε στο δωμάτιό του. Ένα αόρατο χέρι σε
σκούντησε, ξύπνησες, έβαλες τα ρούχα της δουλειάς, την τραγιάσκα σου, φόρεσες
τα παπούτσια σου, «έχουμε δρόμο» σου είπε στ’ αυτί, χαμογέλασες, έστριψες το
μαύρο μουστάκι σου, έγινες το παιδί των δέκα χρόνων που πάει κρυφά από τη μάνα
του να παίξει. Από μια χαρακιά του κατεστραμμένου μυαλού σου πέταξε η χαρά,
μπήκε στο αίμα, στην καρδιά, έδωσε στα πόδια σου φτερά. Σου άνοιξε με προσοχή
τη μισάνοιχτη πόρτα, σου έγνεψε να πατάς απαλά μην ξυπνήσουν τα παιδιά,
περπάτησες στο διάδρομο, σου άνοιξε την εξώπορτα και βγήκες. «Ίσια» σου
ψιθύρισε, «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά, μπορεί να σε δει κάνα μάτι». Προχώρησες
κατ’ ευθείαν μπροστά, όπως παλιά που πήγαινες βοσκός τα πρόβατά σου. Κάποιες εικόνες
αναδύθηκαν από τις πρώτες εγγραφές της μνήμης, σκίρτησε η καρδιά σου, «πάμε
καλά» είπες μέσα σου και χαμογέλασες. Βρέχει, κι εσύ προχωράς μες την ομίχλη,
το αόρατο χέρι είναι εκεί και σε οδηγεί. Αφήνεσαι. Κουράζεσαι. Σταματάς χαμηλά
στη βρύση. «Κάνε κουράγιο» σε παρηγορεί. Παίρνεις μια ανάσα. Έχεις χαρά μεγάλη.
Ξυπνούν δυνάμεις μυστικές, φυσικές, υπερφυσικές, πρωτόγονες, και προχωράς ξανά.
«Πιο γρήγορα» σε παρακινεί η φωνή, «να βγούμε απ’ το χωριό». Συνεχίζεις
συνεπαρμένος. Δεν καταλαβαίνεις τη βροχή, το κρύο, την ομίχλη. Φτάνεις στο
σταυροδρόμι. «Υπάρχει ακόμα κίνδυνος» σου λέει, «βιάσου». Βιάζεσαι, «αριστερά
τώρα» σου λέει, ακούς, ακολουθείς πειθήνια, «πενήντα ακόμα μέτρα, και φτάνουμε
στον προορισμό μας» λέει η φωνή και σε ωθεί απαλά στην πλάτη. Νιώθεις το
άγγιγμα το πατρικό, το αιώνιο, το φυσικό, το φιλικό και γίνεσαι παιδάκι.
Βγαίνεις εντελώς από τα σπίτια του χωριού. Κανένας φόβος τώρα πια. «Πάμε τώρα
αργά» σου λέει, «με το πάσο μας».
Περπατάς χαλαρά, ο
δρόμος στενεύει, γίνεται μονοπάτι, το χάνεις, το βρίσκεις, «απ’ εδώ» σου λέει
κάθε τόσο, κι όταν φτάνεις στο μέρος που διάλεξε η μάνα φύση, εκεί που άλλοτε
άρμεγες τα πρόβατά σου, σού λέει: «Δεν θα σε βρουν ποτέ. Εδώ θα μείνεις, μέχρι
τέλους, εδώ θα πεθάνεις σαν άντρας, σαν άνθρωπος παλιός, σαν βοσκός που ήσουν».
Και περιμένεις.
Κι εσύ περίμενες. Απόκαμες. Το βράδυ που έπεσε η
νύχτα, βάραιναν τα βλέφαρά σου και είδες ένα φως να έρχεται από μακριά. «Επί
τέλους ήρθες» πρόλαβες και είπες, κι ένιωσες ένα μούδιασμα σε όλο σου το σώμα
και μετά τίποτα.
Εκεί που αρχίσαμε να σε ξεχνάμε οι πολλοί, όχι
όμως και τα παιδιά σου που τα ’καιγε η πίκρα, η ενοχή και το μαράζι, στο στόμα
φανερώθηκες του σκύλου. Στα δόντια του κρατούσε ένα μεγάλο κόκαλο, λευκό, το
τσοπανόσκυλο του Θεόφιλου, του συγγενή σου, που έβοσκε τα πρόβατά του στο μέρος
που διάλεξες για τον ωραίο θάνατό σου.
«Ανθρώπινο μου φαίνεται
το κόκαλο» σκέφτηκε ο Θεόφιλος και ειδοποίησε το γιο σου. Είδε τα κόκαλα, τα
ρούχα, ένα παπούτσι. «Ο πατέρας είναι αυτός» είπε κι έβγαλε το αχ της ανακούφισης
βαθιά από την ψυχή του.
4/10/2012 Γιώργος Σιώμος
Το διήγημα του Γ.Ν. Σιώμου, «Alzheimer», δημοσιεύεται για πρώτη φορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου