I
το στήθος της Ανδρομέδας και της Παρθένου.
Από το ρήγμα της ψυχής σου βγαίνουν
λευκά φαντάσματα της Αρετής. Και στο άσπρο
της Δικαιοσύνης, με αδαμάντινο στέμμα,
πέφτουν αχνίζοντας σταγόνες από το αίμα
ωμών τυράννων δολιοφρόνων.
όλη τη νύχτα, μα τα σκυλιά δεν σωπαίναν
(σαν να σε βλέπω στεφανωμένο εμπρός μου),
− πάνω από ανάκτορα πυρπολημένα −
των ουρανών, η μουσική των κόσμων.
όταν τη βρήκες, δεν σου φάνηκε αληθινή.
Έμοιαζε πιο πολύ με φαεινή
ιδέα που καταντάει συνήθεια.
το ψεύδος, ένιωθες πως θα έμπαινες στη γη.
Στη θάλασσα πεθαίνουν μόνο οι ναυαγοί,
όταν δεν βρίσκουν, να πιαστούν, μαδέρι.
Τώρα στο στήθος σου μια τρύπα, σήραγγα που βγάζει
ψηλαφητά στα υπόγεια του Παραδείσου,
Κι όπου μαζί σου φτερουγίζουν σιωπηλοί
άγγελοι που έχουν γίνει οπαδοί σου.
με το βλέμμα καρφωμένο στην πραγματικότητα,
βέβαιος (ή σχεδόν βέβαιος) ότι τα
εφήμερα περιέχουν και τα αιώνια,
Αόρατα για το ανθρώπινο μάτι,
όμως, ζεματιστά, σου αφήναν κάτι
σαν κάψιμο στην άκρη των δαχτύλων.
όταν δεν σήκωνες ψηλά σημαίες και λάβαρα.
Όμως μοναχικός και ανάμεσα στο πλήθος,
ζητούσες ακόμη πιο πολύ τα καίρια,
εκείνα που σου καίγαν και το στήθος.
που ήταν σβησμένα πριν ακόμα τ’ ανοίξεις.
Βυθομετρούσες τη ζωή με αφίξεις
σε μυστικούς σταθμούς πέρα απ’ την επικράτεια
χλοερά, μακριά απ’ την έρημο του πλήθους,
εξερευνώντας άλλους λαβυρίνθους,
εκεί όπου ο χρόνος δεν μετριέται με ρολόγια.
− «κάτι σαν αύρα στην καρδιά της ανεμοζάλης» −
κρατώντας το άδειο ποτήρι σαν γεμάτο).
τα χρώματα του δειλινού, τις φλέβες των φύλλων. Οι άλλοι
έβλεπαν μόνο τους ίσκιους των πραγμάτων.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ
κοιτάζοντας τα θολά ποτάμια των πόλεων
πίσω από τζάμια γκρίζων προξενείων,
καθώς το βράδυ έπεφτε στο χορτάρι σαν πουλί
με σπασμένη φτερούγα.
μα ο θόρυβος του χρόνου σε ξυπνούσε
σε σκοτεινά λιβάδια, όπου άνθρωποι γυμνοί,
γονατισμένοι, τρέμοντας στην πυκνή ομίχλη
ψηλαφούσαν ασφοδίλια.
το τίποτε. Το μαύρο έσταζε φως.
Όμως οι νύχτες τώρα είναι γεμάτες τρύπες
που φέρνουν μυρωδιά από σκουπίδια.
Κρύα στάχτη
Σκεπάζει τα έπιπλα. Οι πόρτες τρίζουν
ξεκλείδωτες, ενώ ζεστοί, χορτάτοι, με γυαλιστερά
μαλλιά στα μπαλκόνια
μπερδεύοντας την Ιστορία με το νόημα της Ιστορίας.
Ιδρωμένοι πασχίζουν να λυγίσουν τον στίχο σου
σαν τόξο του Οδυσσέα.
ανασαίνοντας τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων.
Συλλογίζεσαι εκείνους που έρχονται λάμνοντας
με κουπιά τσακισμένα.
Πηγή: «Νάσος Βαγενάς, Βιογραφία [Ποιήματα 1974 -2014], εκδ. Κέδρος, 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου