Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Νάσος Βαγενάς, "Στη νήσο των Μακάρων"




ΚΑΛΒΟΣ
I


Κρύβουν τα σύννεφα το πρόσωπο των άστρων,
το στήθος της Ανδρομέδας και της Παρθένου.
Από το ρήγμα της ψυχής σου βγαίνουν
λευκά φαντάσματα της Αρετής. Και στο άσπρο

χαρτί όπου οργισμένος πελεκάς τον θρόνο
της Δικαιοσύνης, με αδαμάντινο στέμμα,
πέφτουν αχνίζοντας σταγόνες από το αίμα
ωμών τυράννων δολιοφρόνων.

Έτσι χτυπούσες, με πάθος, με μανία,
όλη τη νύχτα, μα τα σκυλιά δεν σωπαίναν
(σαν να σε βλέπω στεφανωμένο εμπρός μου),

για ν’ ακουστεί επιτέλους η αρμονία
− πάνω από ανάκτορα πυρπολημένα −
των ουρανών, η μουσική των κόσμων.





Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ


Κοιτάζοντας στα μάτια την αλήθεια
όταν τη βρήκες, δεν σου φάνηκε αληθινή.
Έμοιαζε πιο πολύ με φαεινή
ιδέα που καταντάει συνήθεια.

Και καθώς δεν μπορούσες να υποφέρεις
το ψεύδος, ένιωθες πως θα έμπαινες στη γη.
Στη θάλασσα πεθαίνουν μόνο οι ναυαγοί,
όταν δεν βρίσκουν, να πιαστούν, μαδέρι.

Εσύ βρήκες, μα δεν σε κράτησε πολύ.
Τώρα στο στήθος σου μια τρύπα, σήραγγα που βγάζει
ψηλαφητά στα υπόγεια του Παραδείσου,

εκεί όπου η οροφή δεν στάζει.
Κι όπου μαζί σου φτερουγίζουν σιωπηλοί
άγγελοι που έχουν γίνει οπαδοί σου.





ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


Έμενες ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια
με το βλέμμα καρφωμένο στην πραγματικότητα,
βέβαιος (ή σχεδόν βέβαιος) ότι τα
εφήμερα περιέχουν και τα αιώνια,

που ψηλαφούσες, όπως κανείς τον τύπο των ήλων.
Αόρατα για το ανθρώπινο μάτι,
όμως, ζεματιστά, σου αφήναν κάτι
σαν κάψιμο στην άκρη των δαχτύλων.

Έτσι, έγραφες με επίδεσμους στα χέρια,
όταν δεν σήκωνες ψηλά σημαίες και λάβαρα.
Όμως μοναχικός και ανάμεσα στο πλήθος,

μέσα σε αλαλαγμούς, ιαχές, λόγια άβαρα,
ζητούσες ακόμη πιο πολύ τα καίρια,
εκείνα που σου καίγαν και το στήθος.





ΜΠΟΡΧΕΣ


Έβλεπες με τα σωθικά, όχι με τα μάτια,
που ήταν σβησμένα πριν ακόμα τ’ ανοίξεις.
Βυθομετρούσες τη ζωή με αφίξεις
σε μυστικούς σταθμούς πέρα απ’ την επικράτεια

του ορατού, ή κατεβαίνοντας σε υπόγεια
χλοερά, μακριά απ’ την έρημο του πλήθους,
εξερευνώντας άλλους λαβυρίνθους,
εκεί όπου ο χρόνος δεν μετριέται με ρολόγια.

(Στο Ρέθυμνο μιλούσες για το θαύμα
− «κάτι σαν αύρα στην καρδιά της ανεμοζάλης» −
κρατώντας το άδειο ποτήρι σαν γεμάτο).

Ζώντας το νόημα έβλεπες καθαρά το πράγμα:
τα χρώματα του δειλινού, τις φλέβες των φύλλων. Οι άλλοι
έβλεπαν μόνο τους ίσκιους των πραγμάτων.





Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ


Μέτρησες τη ζωή σου με το κουταλάκι του καφέ
κοιτάζοντας τα θολά ποτάμια των πόλεων
πίσω από τζάμια γκρίζων προξενείων,
καθώς το βράδυ έπεφτε στο χορτάρι σαν πουλί
με σπασμένη φτερούγα.

Μιλούσες για τους δροσερούς αγάπανθους,
μα ο θόρυβος του χρόνου σε ξυπνούσε
σε σκοτεινά λιβάδια, όπου άνθρωποι γυμνοί,
γονατισμένοι, τρέμοντας στην πυκνή ομίχλη
ψηλαφούσαν ασφοδίλια.

Στις μέρες σου τίποτε δεν έκρυβε
το τίποτε. Το μαύρο έσταζε φως.
Όμως οι νύχτες τώρα είναι γεμάτες τρύπες
που φέρνουν μυρωδιά από σκουπίδια.
Κρύα στάχτη

πέφτει αόρατη απ’ την οροφή.
Σκεπάζει τα έπιπλα. Οι πόρτες τρίζουν
ξεκλείδωτες, ενώ ζεστοί, χορτάτοι, με γυαλιστερά
μαλλιά στα μπαλκόνια

οι ευπλόκαμοι νυχθήμεροι σε βρίσκουν συντηρητικό
μπερδεύοντας την Ιστορία με το νόημα της Ιστορίας.
Ιδρωμένοι πασχίζουν να λυγίσουν τον στίχο σου
σαν τόξο του Οδυσσέα.

Τώρα περνάς τον θάνατό σου κάτω από μια φοινικιά
ανασαίνοντας τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων.
Συλλογίζεσαι εκείνους που έρχονται λάμνοντας
με κουπιά τσακισμένα.






Από τη συλλογή «Στη νήσο των Μακάρων» (2010).
Πηγή: «Νάσος Βαγενάς, Βιογραφία [Ποιήματα 1974 -2014], εκδ. Κέδρος, 2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου