Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

Σταύρος Βαβούρης, "Ορφέας κατερχόμενος"




Η ΚΑΤΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

                                                      Στον Γιώργο Σαββίδη


Η θάλασσα χρόνια μετά σε κυνηγάει.
Μ’ ατέλειωτες βουβές παλίρροιες,
όσο βαθιά κι αν μετοικήσεις στα μεσόγεια,
εισχωρεί στις ημέρες,
στις ώρες σου,
ανοίγοντας στον ύπνο σου ρωγμές τις νύχτες
όσο στη λησμονιά βαθιά κι αν έχεις ταξιδέψει
όσα κι αν έχτισες ψηλά και στέρεα φράγματα,

με κύματα μεγάλου θυμού
η θάλασσα τα υπερπηδά και τα σαρώνει.
Όσες προσχώσεις κι αν παρεμβληθούνε −Θε μου!−
στο κουρασμένο σώμα σου
και στ’ ακοίμητο δικό της, ανάμεσα.
Η θάλασσα χρόνια μετά, σε φτάνει μια νύχτα.
Ανοίγει τα παράθυρα και σπάζει τις πόρτες
σε κατακλύζει με τυφώνες απρόβλεπτους
ή ανεπαίσθητα σε κατατρώει σε βράχο.





ΜΗ ΜΕ ΞΥΠΝΗΣΕΤΕ


Μη με ξυπνήσετε αν με βρείτε
να κοιμάμαι ακόμα.
Ίσως ονειρεύομαι και πάλι
ακριβώς όπως και τότε που με ξύπνησαν
                                                                  λέγοντάς μου
πως δεν είχα να κερδίσω τίποτ’ απ’ τα όνειρα.
Κι εν τούτοις ό,τι έζησα
κι εν τούτοις ό,τι κέρδισα
ήταν μέσα στα όνειρά μου μοναχά.





Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΟΥΛΟΥΣΕ ΛΑΧΕΙΑ


Εκείνη η ταπεινή πικρή γυναίκα
που περνούσε κάθε βράδυ κρατώντας
ένα κοντάρι με λαχεία απούλητα
ή μισοπουλημένα
ή έστω κι όλα πουλημένα σχεδόν

το βλέπω τώρα
πως ήτανε περισσότερο ένα μάθημα
μία επίπληξη αυστηρή,
μία προειδοποίηση απ’ τη Μοίρα
και διόλου μα διόλου
ένα πέρασμα τυχαίο
κάτω απ’ τ’ ανοιχτό
μ’ απόγνωση στους Έρωτες
παράθυρό μου.





ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟ


Αισθήματα και πρόσωπα σε χρόνο υπερσυντέλικο
Παρωχημένα ανέκαθεν
και τότε ακόμη που τα ενόμιζα, ενεστώτα.

«Είχα ζητήσει» λόγου χάριν − τόσο να σε βρω
δεν σ’ είχα βρει,
αν κι ισχυρίζεσαι πως πιο πολύ
μ’ είχες εσύ αναζητήσει,
γράφοντας γράμματα αναρίθμητα
θαμμένα τώρα
κάτω από την κάθετη ψυχρή βροχή της Δοτικής:

Εν Λαμία −θυμάμαι−
Εν Αθήναις −θυμόσαστε−
τη δωδεκάτη πρώτου, έτους
έτους… ποίου;
Δεν είναι δυνατό να ξέρω πια,

Πάντως, εκείνων των εντάφιων ημερών
παρωχημένα αισθήματα και πρόσωπα
σε χρόνο πάντα υπερσυντέλικο
κι όταν ακόμη τα επίστευα ενεστώτα.





ΕΥΡΥΔΙΚΗ


Έσερνες ένα σκέλεθρο στο φως.
Γι’ αυτό και σου ’χαν άλλωστε συστήσει:
                      Να μην στρέψεις.
Αλλ’ έστω, κι αν δεν είχες παραβεί τους όρους
δε θα ’φτανα ποτέ στο φως μαζί σου

Άσαρκα κόκαλα
δυο κόγχες δίχως μάτια
δόντια δίχως χείλη
ήταν ό,τι έσφιγγες στο χέρι σου ανεβαίνοντας,
όπως ήτανε στημένη επίσης κι η παγίδα
απ’ τη στιγμή που σου ’χαν επιτρέψει να διαβείς
την πόρτα που κανείς δεν πέρασε βαδίζοντας.

Όταν στο τέλος έκανες να στρέψεις
                                                   εξατμίστηκα.
Τίποτα δεν είδες
Τώρα όμως να το μάθεις.

Έσερνες ένα σκέλεθρο στο φως
                       απ’ την αρχή μαζί σου
κι ήταν απόφαση παρμένη τελεσίδικα:
Ήθελες δεν ήθελες:
                      Να στρέψεις.





ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΤΕΡΧΟΜΕΝΟΣ


Κατεβαίνει τώρα.
Τα νέα ρεύματα ανεβαίνουν
Τα νέα πρόσωπα ανεβαίνουν
μ’ αυτός κατεβαίνει
με κάτι σαν προαίσθημα θριάμβου
που επίκειται αντιθέτως από στιγμή σε στιγμή.

Από στιγμή σε στιγμή
γιατί
στο πρόσωπό του δίχως να φυσάει κάτι χτυπάει.
Περνάει ένα φρίκιασμα στο δέρμα του:
Είναι του παραληρούντος όχλου οι επευφημίες
είν’ οι χλευασμοί που θα ξεσπάσουν;

Κατεβαίνει.
Γύρω του μια κίτρινη στεγνή πραγματικότης
στοιχειώνει σε παράθυρα που κλείνουν
πρόσωπα που κλείνουν
Μισογελούν, μορφάζουν:
Κύκλος που κλείνει και στενεύει σα θηλιά.

Κατεβαίνει.
Πίσω του ένας κόσμος μάτια στο σκοτάδι,
αναβοσβήνουν σα πυγολαμπίδες.
Σαρκάζουν, κλαιν, εκλιπαρούν
μέσα σε μια σιωπή που ξεκουφαίνει.
Τέλος τον αποχαιρετούν.
Αποχαιρετάει κι αυτός και κατεβαίνει.

Στις ρίζες των αυτιών του τύμπανα,
σάλπιγγες, φωνές:
μια μουσική εμβατήρια βουλιάζει
και πάλι έπειτα στεντόρεια ανεβαίνει.
Τ’ είναι επί τέλους; Τι συμβαίνει;
Είν’ η λαιμητόμος σε μια από τις
                                      επόμενες στροφές.
Είν’ οι μαινάδες γυναίκες της Θράκης.
Είν’ η στερνή του μεταμόρφωση σε φλόγα
σε μια μικρή κόκκινη φλόγα
που θα καίει και θα ρωτάει μες στις καρδιές μας

Στους αιώνες ίσως

Των αιώνων.





Από τη συλλογή «Ορφέας κατερχόμενος» (1971).
Πηγή: «Σταύρος Βαβούρης, Πού πήγε, ώς πού πήγε αυτό το ποίημα [1940-1993]», εκδ. Ερμής 1998.

Στην εικόνα: Jean-Baptiste Camille Corot, «Orpheus Leading Eurydice from the Underworld».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου