I.
Ακόμη κατεβάζει λύματα ο αιθέρας:
στο επουράνιο πλυσταριό πλένουν τη σκάφη
τόσων εξαγνισμών· οι φίλοι μου, σινάφι
σκεπτικών ανθρώπων στο ξάκρισμα της μέρας,
μεταποιούν τα περσινά τους πάθη, βγαίνουν
στους πλειστηριασμούς της νύχτας φωτισμένοι
με μιαν αδιάκριτη φροντίδα κι ομορφαίνουν,
στ’ αγγελικά κατάστιχα ισολογισμένοι.
Κι ό,τι ξεκίνησα να πω να περισσεύει:
με σκοτεινά ανταλλάγματα, με προσποιήσεις,
τα φέρνω παίζοντας στα λόγια μου, ξεφεύγει
όταν πληθαίνουνε του πόνου οι συναρτήσεις,
πονάει στις πλάτες των αγγέλων που ανά ζεύγη
διαπραγματεύονται τις μέλλουσες βαπτίσεις.
V.
Έζησα χρόνια ξεχασμένος στις στοές σου,
στον πυρετό της ύλης σου σαν χρυσοθήρας·
και παθιασμένος με το πάθος σου μνηστήρας,
δούλεψα χρόνια θαμβωρύχος στις σπηλιές σου.
Έζησα χρόνια καλλιεργώντας στις σιωπές σου
κήπους μιας πάθησης κρυφής, αφροδισίας,
υγρά φυλλώματα ατέλειωτης λαγνείας,
σάλιο οι λέξεις να κολλούν στις παρυφές σου.
Έζησα χρόνια απερίσπαστος στο βάθος,
πλαστογραφώντας το συνάλλαγμα του μύθου,
σαν τοκογλύφος θησαυρίζοντας το λάθος.
Τώρα οι μύθοι στα φυλλώματα σωπαίνουν
κι οι νύχτες φέγγουν με φαντάσματα ληκύθου:
της μέρας μου οι πρώτες ύλες ακριβαίνουν.
VII.
Στην άδεια πόλη συναυλία φαντασμάτων,
στην επαρχία περιοδεύει η προδοσία·
και του προσώπου σου οι τροπές ασυδοσία
μιας ανωνύμου εταιρείας των πραγμάτων,
που εκποιεί τα πάθη μας, παλιές συμπτώσεις,
να καταβάλουμε το τέλος των θαυμάτων,
κάτι να λάμψει, να προκύψει, σαν διάττων,
ν’ ανέβουμε στους ουρανούς με τις εκπτώσεις.
Πώς ξεφτιλίζονται τα πάθη μας κι ανοίγουν
στο θάλαμο του χωρισμού οι αρμοί του κόσμου·
αγέλη θάμβους που λυμαίνεται το φως μου
οι νύχτες που επανέρχονται του έρωτά σου,
ήχοι σαν από μετακόμιση θιάσου,
γδούποι, τριγμοί, βρισιές, καταστροφές που επείγουν.
XIII.
Προβάλλεις μέσ’ απ’ τη σιωπή του μέλλοντός μου,
μια τρυφερή περίπτωση ασυδοσίας,
σαρκαστικό υπόλοιπο της νοσταλγίας,
κι ό,τι δεν ζήσαμε μαζί αίτημα κόσμου.
Δώσε μου μια μικρή παράταση θριάμβου,
κάτι σαν πίστωση του άγνωστου, περισσεία,
ν’ ασκούν τα μάτια σου κρυφή λεηλασία,
κι ό,τι φτωχαίνει να παιχτεί, ρυθμός ιάμβου.
«Μου λείπεις» έγραφες, «νιώθω μισή, σα λάθος»:
λέξεις φωνής υποτελείς σε κάποιο βάθος
ανεξαργύρωτο, έντοκη συνουσία·
χρεοκοπήσαμε και πρέπει να εξοφλήσω
το άλλο μισό σε τρέχουσα μυθολογία,
ιδίοις αναλώμασιν να σ’ αγαπήσω.
Από τη συλλογή «Δίγαμα» (1988).
Πηγή: «Διονύσης Καψάλης, Τετραλογία», εκδ. Άγρα, 1997.
Στην εικόνα: Frank Reynolds, «Uriah Heep, a character in Charles Dickens' David Copperfield».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου