Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Γιάννης Ρίτσος, "Ισμήνη"




ΙΣΜΗΝΗ
(αποσπάσματα)


(Ένας νεαρός αξιωματικός της φρουράς είχε ζητήσει να γίνει δεκτός απ’ τη Δέσποινα του αρχοντικού. Ο πατέρας του δούλευε από παιδί στα κτήματά τους κ’ είχε γίνει κάτι σαν άνθρωπος του σπιτιού. Τώρα, γέροντας πια κι άρρωστος, στέλνει το γιο του μ’ ένα καλάθι φρούτα και μια γλάστρα βασιλικό, να φέρει τα σεβάσματά του και τον αποχαιρετισμό του στην τελευταία απόγονο της μεγάλης ξεκληρισμένης φαμίλιας. Η άδεια δόθηκε. Ο νεαρός αξιωματικός, με την εφαρμοστή στολή του, εύρωστος, όμορφος, με την καθάρια ελληνική εγκαρδιότητα της αγροτικής καταγωγής του, αλλά και μ’ έναν εμφανή γενικό αισθησιασμό − ασφαλώς καλλιεργημένον απ’ την επαφή του με τους ανθρώπους της πόλης κι απ’ την αργία των στρατώνων − μοιάζει ιδιαίτερα συγκινημένος, κολακευμένος και ερωτικά σχεδόν ταραγμένος μπροστά στην ευγενική αρχόντισσα την έντονα βαμμένη και σφιγμένη στον κορσέ της, που διατηρεί ωστόσο την αόριστη χάρη μιας μακρινής, σβησμένης ομορφιάς. […] Στιγμές-στιγμές, κάποια ανταύγεια απ’ τα βαριά κοσμήματά της περνάει στα έπιπλα, στο μεγάλο καθρέφτη, στα τζάμια ή στο πρόσωπο του νέου. Άξαφνα, εκείνος σωπαίνει. Βραδιάζει. Μια ανεξήγητη σιγαλιά κι αναμονή, Κ’ ίσως γι’ αυτό αρχίζει να μιλάει τώρα εκείνη σαν για να γεμίσει το κενό ή ν’ αποτρέψει την προσέγγιση κάτι άπρεπου κι αναπότρεπτου ωστόσο):


Να ’ρχεστε πότε πότε· − αυτό μου δίνει ευχαρίστηση. Εδώ πέρα
ο χρόνος είναι αργός· τίποτα πια δεν έρχεται ή δε φεύγει,
εκτός απ’ τη συνηθισμένη αυτή φθορά στο ξύλο των επίπλων,
στα καδρόνια της στέγης, στα πατώματα, στις σκάλες,
στους σοβάδες, στα σκεύη, στις κουρτίνες, στους ρεζέδες −
αργή φθορά, μια σιωπηλή σκουριά, προπάντων στα χέρια και στα πρόσωπα.

Τα μεγάλα ρολόγια στους τοίχους σταμάτησαν − κανείς δεν τα κουρντίζει·
κι αν κάποτε στέκομαι μπροστά τους, δεν είναι για να δω την ώρα,
μα το ίδιο μου το πρόσωπο, καθρεφτισμένο στο γυαλί τους,
περίεργα άσπρο, γύψινο, απαθές, σαν έξω απ’ το χρόνο,
ενώ στο σκοτεινό τους βάθος οι σταματημένοι δείχτες,
πίσω ακριβώς απ’ το είδωλό μου, είναι ένα ασάλευτο νυστέρι
που πια δεν έχει ν’ ανοίξει ένα τραύμα, δεν έχει
να μου αφαιρέσει τίποτα − φόβο ή ελπίδα, αναμονή κι αδημονία.

[…]
                                                    Κ’ είναι μια ωραία ασχολία
να παρακολουθείς αυτή την αθόρυβη κατάρρευση
σ’ ένα κενό τόσο βαθύ (χωρίς βάση και τέλος)
που σου γεννάει μιαν αίσθηση απεραντοσύνης,
κάτι σαν τις μεγάλες έννοιες που ονοματίζουμε περήφανα:
ελευθερία, αθανασία, αιωνιότητα και διάφορες άλλες.

Όχι, λοιπόν, κατάρρευση −μια κι όλα αυτά δεν έχουν από πού και πού
        να πέσουν·−
ένας αδέσμευτος μετεωρισμός, περίπου κάτι φτερωτό, σαν τα πουλιά, π.χ.,
που ανεβοκατεβαίνουν ή και ακινητούν μες στα φτερά τους· θα ’λεγα
μια ακίνητη πτήση μέσα στην απόλυτη, ευγενική ματαιότητα,
μια ύστατη ισορροπία − η ύστατη ελαφρότητα
όλης της ύλης − άρα και του θανάτου.
                                                                      Γι’ αυτό με βλέπετε τόσο χαρούμενη −
αν λέγεται τούτο χαρά: η έλλειψη κάθε σκοπιμότητας,
κάθε φιλοδοξίας − μια εξαίσια νάρκη χειμερία
μ’ ακέρια τη συνείδηση του ψύχους, και μάλιστα μ’ ένα αίσθημα οίκτου
για κείνους που υποφέρουν απ’ το κρύο, που συζητούν για το κρύο,
που κουκουλώνονται μ’ ένα σωρό φανέλες, πανωφόρια, κουβέρτες
για να προφυλαχτούν. Ω, αυτή η αστεία φροντίδα της προφύλαξής μας −
όλο προφύλαξη, προφύλαξη απ’ το κρύο, απ’ τη ζέστη, απ’ την πείνα, τη δίψα,
απ’ την αρρώστια, απ’ το λάθος, απ’ το θάνατο· και μήτε που το βάζει ο νους μας
ότι το κρύο ανεβαίνει από μέσα μας, κι ούτε μπορείς τελικά να το αποφύγεις.

Βεβαίως, λίγη φωτιά στο τζάκι, το χειμώνα, κάτι αξίζει· −
πάντοτε μ’ ενδιέφεραν οι φλόγες με τις εύκαμπτες χορευτικές κινήσεις,
με τους πολύχρωμους, ασώματους αγγέλους, με τις σκιές τους
στο ταβάνι, στους τοίχους· − η σκιά του μεγάλου αργαλειού ή της ανέμης,
η σκιά μιας κιθάρας που κρέμεται στο στύλο· και περισσότερο απ’ όλα,
αν είναι σώματα γυμνά − μεγεθυσμένες οι σκιές των μελών τους
επάνω στο ίδιο τους το σώμα, σαν ένα άλλο σώμα
μελανό κ’ ερυθρό· − η σκιά του στήθους κάτω απ’ το στήθος
με τη θηλή υπογραμμισμένη· η σκιά του στόματος μέσα στο στόμα·
εκείνη η τρομερή σωματική βεβαιότητα, η εξαίσια εχθρότητα,
όπως ορθώνονται τα μέλη, και μετά το ευγενικό τους λύγισμα
μέσα σε μια βαθειά κατάνυξη, κι όχι ταπείνωση. Το λύγισμα
είναι θαρρώ το μέτρο του ύψους. Οι πάντα φοβισμένοι
δεν έχουν τη δύναμη (καθώς, λόγου χάρη, η αδελφή μου) να σκύψουν,
και το ύψος τους είναι μονάχα μια παγωμένη ακαμψία.
Ποια η περηφάνια τους, λοιπόν; Ποια η άνεσή τους;

Ω, η αδελφή μου ρύθμιζε τα πάντα μ’ ένα π ρ έ π ε ι  ή  δ ε ν  π ρ έ π ε ι,
λες κ’ ήταν πρόδρομος εκείνης της μελλοντικής θρησκείας
που χώρισε τον κόσμο στα δυο (στον εδώ και στον πέρα), που χώρισε
το ανθρώπινο σώμα στα δυο, πετώντας το απ’ τη μέση και κάτω.

Πολύ τη λυπόμουν. Παρά λίγο να βλάψει και μένα. Αν την δοξάσανε τόσο
ήταν γιατί τους γλύτωσε απ’ το να πράξουν το ίδιο. Στο πρόσωπό της
τιμήσαν τη δική τους αντίθεση νεκρή· − αυτοσυχωρέθηκαν,
αθωώθηκαν και ησύχασαν.
                                                  Αν είχε ζήσει, ω, σίγουρα,
θα την είχαν μισήσει. Μοναδική της σκέψη
ήταν ο θάνατος. Και τώρα λέω: μια κ’ ήξερε
ότι δεν ήταν τρόπος να τον αποφύγει, αντί να τον προσμένει
αργά, βαριά, γερνώντας ανωφέλευτα, προτίμησε
να τον προλάβει, να τον προκαλέσει μάλιστα, στ’ όνομα
μιας πονηρής κ’ ιταμής γενναιοφροσύνης, αντιστρέφοντας το φόβο
όλης της ζωής και της επιθυμίας της σε ηρωισμό, αντιστρέφοντας
τον ίδιο της αναπότρεπτο θάνατο σε μιαν ευτελή αθανασία,
ναι, ναι, ευτελή, παρόλη της την εκτυφλωτική λαμπρότητα. Πώς το άντεξε, θε μου,
αυτή η αιώνια φοβισμένη ως το θυμό, η αιώνια τρομαγμένη
μπροστά στο φαΐ, μπροστά στο φως, μπροστά στα χρώματα,
μπροστά στο δροσερό, γυμνό νερό;
                                                                 Ποτέ της
δεν άφησε τον Αίμονα να της αγγίξει το χέρι. Πάντα μαζεμένη
σάμπως για να μη χάσει τίποτε, αναδιπλωμένη στον εαυτό της,
με το ’να χέρι της χωμένο στο μανίκι του άλλου,
με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, με τα φρύδια σμιγμένα,
πρόθυμη μόνο να παρασταθεί σ’ όλες τις δυστυχίες,
νιώθοντας ίσως περηφάνεια για την δυστυχία της − ποια δυστυχία;

[…]
Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο
για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα
αυτής της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή μας.
                                                                                      Ο Αίμονας
είχε μακρύνει απ’ όλους· δεν ανήκε πια στην αδελφή μου
μήτε στους φίλους του. Μια μεγάλη ησυχία, σχεδόν μια ικανοποίηση −
αυτή η ανεπανόρθωτη φυσική στέρηση· − μια γαλήνια βεβαιότητα:
κανένας πια δεν μπορεί να μας πάρει αυτό που δεν υπάρχει·
η μνήμη το κρατάει ακέριο σε βαθειά αποκλειστικότητα
και μάλιστα εφαρμόζοντάς το κάποτε στους άλλους. Έχετε κάτι απ’ τον Αίμονα −
αυτή τη συστολή που φέρνει η δύναμη κι η ακεραιότητα· ιδίως το πηγούνι
μ’ αυτή την αυλακιά στη μέση.
                                                        Τα βράδια που κάθομαι δω μέσα,
δεν ξέρω γιατί κελαηδάνε ακόμη τα πουλιά στον κήπο· − ίσως γι’ αυτό −
για την καινούργια αυλακιά του αλετριού −
                                                                                Οι νεκροί, ξέρετε,
πιάνουνε πάντα πολύ τόπο· − όσο μικροί κι ασήμαντοι,
μεγαλώνουν μεμιάς· γεμίζουν ολόκληρο το σπίτι· δε βρίσκεις
μια γωνιά να σταθείς. Ακόμη κ’ η μητέρα,
τόσο σεμνή, συγκρατημένη πάντα της, αθόρυβη,
έχει αποχτήσει τώρα μια εξουσία απαραβίαστη
στ’ ανθοδοχεία, στα σκεύη της μαγειρικής, στ’ ασπρόρουχα,
στα πιο κλειστά παραπετάσματα, στις ώρες του απόβραδου,
όταν αρχίζει να βρέχει, και το μακρύ βελονάκι της
θαμποφέγγει προβαίνοντας απ’ το παλιό κανίσκι της των εργοχείρων −
αυτή ’ναι η θέση της μητέρας, το ύφος της μητέρας,
η στάση της, η σκέψη της − όλα είναι τώρα των νεκρών.

[…]
Ποτέ δε μ’ εγκατέλειψε ο φόβος μη με καθίσουν μια μέρα στο θρόνο.
Μόνον αυτοί που φοβούνται τον εαυτό τους επιδιώκουν τ’ αξιώματα, ή, μάλλον,
αυτοί που μισούν τη ζωή και τους ανθρώπους. Δε θα μ’ άρεσε διόλου
να ’μαι περίβλεπτη, να μην έχω έναν ίσκιο, μια θέση
σε μια δική μου μυστική περιοχή, να βγάλω αργά τα σανδάλια μου,
να παίξω τα κλειδιά των συρταριών μου με ξέγνοιαστο χέρι, αφημένο
έξω από το κρεβάτι μου.
                                             Ο καημένος ο πατέρας −πάντα τον θυμάμαι−
είχε ένα πρόσωπο σα συσπασμένο χέρι, γαντζωμένο
σ’ ένα μεγάλο μαύρο παραπέτασμα, για να το ρίξει· τόσο που κάποτε λέω
ίσως και να ’ταν καλό που τυφλώθηκε − ίσως έτσι τουλάχιστον να μπόρεσε
να δει προς τα μέσα του, να θυμηθεί λίγο-λίγο
εκείνα που δεν είχε δει· κ’ ίσως έτσι, στ’ αλήθεια, να τα είδε· γιατί ως τότε
έβλεπε την αυταρχική μορφή του (φυσικά, κολακευμένη) μες στα βλέμματα
των φοβισμένων υπηκόων του· − κ’ εκείνους κ’ εκείνον
από παιδί πολύ τους λυπόμουν.
                                                           Ασήκωτο βάρος, νομίζω,
να κυβερνάς και να προστάζεις. Και πάντα, στο τέλος, καθένας
κυβερνιέται απ’ αυτό που κυβερνά· − χώρια η απέραντη κείνη υποψία
προς όλους και προς όλα, − ένας ίσκιος πουλιού να περάσει στην αίθουσα
τυχαία την ώρα του λιογέρματος, είναι ένα τιναγμένο μαχαίρι
καμωμένο από αθόρυβο μέταλλο. Για τούτο οι τύραννοι
γίνονται μέρα με τη μέρα όλο πιο τύραννοι. Όταν ο κόσμος
έχει το φόβο σου είτε την ανάγκη σου, ποτέ δεν ξέρει τί σου ετοιμάζει.

Καλύτερα, λοιπόν, μήτε να κυβερνάς μήτε να κυβερνιέσαι (πώς να γίνει;) −
φτάνει η κυβέρνια αυτή που μας σφραγίζει πριν απ’ τη γέννησή μας· φτάνει
ο θάνατος που μας παραμονεύει· − μ’ αυτόν εξοικειώνεσαι κάπως·
τα ενδιάμεσα πια χάνουν την αιχμηρότητά τους. Χαλαρώνει το σώμα,
ξεθωριάζει το χρώμα στα μαλλιά, στα παράθυρα, στα μάτια,
ξεσφίγγει η παλάμη, όπου μέσα της είχαν αποθέσει
ένα μεγάλο, σκληρό, χρυσό νόμισμα, κι όλη η ζωή μας
ήταν μια σύσπαση για να κρατήσουμε τούτο το νόμισμα, ένας φόβος
μη και μας πέσει, μην το χάσουμε· αχρηστευόταν το ’να μας χέρι,
αχρηστευότανε η μισή ζωή μας, ολόκληρη η ζωή μας.

Τώρα ξεσφίχτηκε από μόνο του το χέρι, παραδόθηκε·
το νόμισμα έπεσε· μας το πήραν. Μόνο που μέσα στην παλάμη
μένει βαθύ το χάραγμα από κείνο το ατέλειωτο σφίξιμο. Η σάρκα
μαλάκωσε, γαλήνεψε. Μπορείς πια να σαλεύεις
ελεύθερα και τα δυο σου τα χέρια. Μπορείς να βαδίζεις
κινώντας άφοβα τ’ άδεια σου χέρια μέσα στο άδειο −
μια αργή, ελαφρά κωπηλασία μες στο υπέροχο άσκοπο, ώσπου
ένα άλλο νόμισμα χάλκινο να σου βάλουν ανάμεσα στα δόντια.

Κακά ’ν’ τα ψέματα − που ’λεγε κι ο πατέρας σας. Μες στο μαλακωμένο
        ετούτο σώμα,
μένει παντοτινά σκληρή, αμετάπειστη η επιθυμία· κ’ η αίσθηση εκείνη
μιας αδικαιολόγητης αργοπορίας. Συχνά οι γυναίκες, τέτοιες ώρες,
αγκαλιάζουν τ’ αγάλματα, φιλούν το πέτρινο στόμα τους, ονειρεύονται
πως πλαγιάζουν μαζί τους. Αν έτυχε ποτέ σας να δείτε τα χείλη
των αγαλμάτων βρεγμένα, είναι απ’ το σάλιο ερημωμένων γυναικών.
         Η μνήμη
είναι, βέβαια, ένα κάποιο καταφύγιο. Όμως κι αυτή εξαντλείται,
της χρειάζονται νέες παραστάσεις, έστω τυχαίες, έστω ξένες.

[…]
Έξω απ’ τα τείχη πληθαίναν οι νεκροί. Ήμουνα πάντα περίεργη
για τους νεκρούς· − όχι προσπάθεια εξοικείωσης με το θάνατο
ούτε και συμφιλίωσης. Κάποτε ξέφευγα την επιτήρηση
της μητέρας και των παιδαγωγών· σκαρφάλωνα στο φρούριο· κοίταζα
μες απ’ τις πολεμίστρες· − κουβαλούσαν τους νεκρούς σε χειραμάξια, σε
        φορεία, σε σκάλες·
άλλοι απομέναν πλαγιασμένοι κάτω στην πεδιάδα, σε όμορφες στάσεις,
ήσυχοι, νέοι, ωραίοι, πλάι στα σκοτωμένα άλογά τους. Τους έβλεπα
χωρίς καθόλου θλίψη, − ωραίοι, σαν ταγμένοι στον έρωτα.
Ώσπου ήρθαν οι δικοί μας νεκροί· και μεμιάς μεγαλώσαμε.

Είδα την αδελφή μου στην αυλή τα χαράματα −σημαδεμένη απ’ τη μοίρα−
κατάχλωμη. Τα χέρια της, το φόρεμά της, τα μαλλιά της όλο χώματα.
Τ’ αγιάζι το πρωινό μάς περόνιαζε. Τρέμαμε. Η μέρα κατέβαινε
απέραντα άσπρη, διάτρητη με μαύρα κοράκια.

Τι κατάλαβαν, θε μου, τι κέρδισαν; Τα άλλα τα ξέρετε.
Δεν απόμεινε τίποτα. Μόνο η πέτρινη Σφίγγα πάνω στο βράχο
έξω απ’ τις πύλες των Θηβών, αδιάφορη, απερίσπαστη −
δε θέτει πια ερωτήματα. Κόπασε ο μάταιος θόρυβος. Άδειασε ο χρόνος.
Μια ατέλειωτη Κυριακή με κλεισμένα παράθυρα. Απίστευτο
τα βράδια του καλοκαιριού να ποτίζουν ακόμη τους κήπους.

Μια τάφρος σιωπής − όπως είπατε. Κοιτάχτε, βγήκε το φεγγάρι.
Ακούγεται έξω και το σιντριβάνι. Δεν το ακούτε; Τα χέρια σας
διατηρούν ακόμη τους ωραίους ρόζους της αγροτικής δουλειάς. Ελπίζω
να μη μείνετε μονίμως στο στρατό. Σαν λήξει η θητεία σας
επιστρέψτε στα κτήματα, κοντά στον πατέρα σας. Η πόρτα ετούτη
οδηγεί κατευθείαν στο διαμέρισμά μου. Ο διάδρομος που βγάζει στο νότο
δε φρουρείται ποτέ. Χτυπήστε εφτά φορές. Μεσάνυχτα. Θα σας ανοίξω.
Θα ’θελα να σας δώσω κάτι μικροπράματα για τον πατέρα σας.

Κάτι κοστούμια του Αίμονα −τα ’χω κρατήσει στη ντουλάπα−
θα σας πηγαίνουν μια χαρά φαντάζομαι. Και το καινούργιο του ξίφος,
από χρυσάφι, ελεφαντόδοντο, ρουμπίνια, − δεν πρόφτασε
να το ζώσει στη μέση του. Είναι όμορφη η νύχτα. Προσέχτε τη σκάλα.


(Έχει σκοτεινιάσει. Μπαίνει στο διαμέρισμά της ενώ ακούγονται ακόμη τα βήματα του νεαρού αξιωματικού στη σκάλα. Ζητάει ψηλαφητά τα σπίρτα στο μικρό τραπέζι. Ανάβει και τα τρία κεριά στο κηροπήγιο. Χτυπάει τον κρεμασμένο, μετάλλινο δίσκο. Έρχεται η Τροφός. «Δε θα δειπνήσω απόψε», λέει. «Δε θα σε χρειαστώ. Μπορείς να πλαγιάσεις. Α, ναι, φέρε μου ένα ποτήρι νερό. Και να κουρντίσεις κείνο το εκκρεμές στην αίθουσα. Το ξεχάσαμε. Πάρε και κείνο το καλάθι με τα φρούτα. Τη γλάστρα βάλ’ την στο παράθυρο». Σε λίγο της έφερε το νερό. Έφυγε. Ησυχία. Κλειδώνει και τις δυο πόρτες. Ακούγεται τώρα και το ρολόι από δίπλα. 9. 9 και τέταρτο. 10. 10 και μισή. Μπροστά στον καθρέφτη. Ξεβάφεται. Γδύνεται. Πεσμένα στήθη. Σημάδια απ’ το σφίξιμο του κορσέ στην κοιλιά. Οι δαχτυλιές του χρόνου στους μηρούς. 11. Βγάζει τα περιδέραια. Το δέρμα, κάτω απ’ το σαγόνι, χαλαρό, κρεμασμένο. 11 και τέταρτο. Παίρνει το κηροπήγιο στ’ αριστερό της χέρι. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Με τον παράμεσο του δεξιού χεριού τραβάει το δέρμα κάτω απ’ τα μάτια. Ο βολβός θολός μ’ ένα λεπτό δίχτυ κόκκινες φλέβες. Φέρνει τώρα τα δάχτυλά της στα βαμμένα μαλλιά. Οι ρίζες άσπρες. Έκφραση ναυτίας στο ακίνητο πρόσωπο. Τραβηγμένες οι άκρες των χειλιών. 11 και μισή. Αρχίζει να βάφεται. Ντύνεται μ’ ένα κόκκινο φόρεμα. Φοράει πάλι τα κοσμήματα. Ξαπλώνει στην κόκκινη, βελουδένια πολυθρόνα, αντίκρυ στον καθρέφτη. Κλείνει τα μάτια. 12. Εφτά χτυπήματα σιγανά στην πόρτα. Σιωπή. Και πάλι εφτά χτυπήματα, πιο δυνατά. Σιωπή. Και πάλι τα χτυπήματα. Ύστερα, τίποτα. Μεγάλη σιωπή. Το ποτήρι γυαλίζει. Σηκώνεται. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Βάφεται πάλι. Άσπρη σα γύψος. Τα μάτια πελώρια, κατάμαυρα. Ένα γύψινο προσωπείο. Αλλάζει. Φοράει ένα φόρεμα της αδελφής της, κλειστό, ριχτό, πτυχωτό, καστανόχρωμο. Βάζει μια ζώνη με φαρδιά πόρπη. Ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου. Κάτι παίρνει. Με τη ράχη γυρισμένη στο κηροπήγιο και στον καθρέφτη, πίνει με μικρές διακεκομμένες γουλιές το νερό, σα να παίρνει ασπιρίνες. Ξαπλώνει στο κρεβάτι ντυμένη και με τα σαντάλια της. Ακίνητη. Ήσυχη. Κλείνει τα μάτια. Χαμογελάει. Κοιμήθηκε; Απ’ την πλαϊνή αίθουσα ακούγεται το ρολόι).
 
ΑΘΗΝΑ, Σεπτέμβρης–Δεκέμβρης 1966, ΣΑΜΟΣ, Δεκέβρης 1971





Από την ποιητική σύνθεση «Ισμήνη» (1972).
Πηγή: «Τέταρτη διάσταση (1956–1972)», 28η έκδ. Κέδρος 1990.

Στην εικόνα: «Antigone and Ismene» by Emil Teschendorff (1892).
Πηγές για την εικόνα: Wikimedia Commons.
[Internet Archive Book Images /
Character sketches of romance, fiction and the drama (1892)” /
(https://www.flickr.com/photos/internetarchivebookimages/14784688512/)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου