Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Γιώργης Παυλόπουλος, "Το σακί"




ΣΤΙΓΜΗ


Κάποτε κόβοντας ένα τριαντάφυλλο
ευωδιά που θυμίζει σκάλα σε κήπο
κόρφο γυναίκας ή αποχαιρετισμό.
Ύστερα η ξαφνική τουφεκιά
που τον κάνει φωτογραφία.





ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ


Χρόνια κεντούσε με το βελόνι ένα περιστέρι.
Άλλαζε τις κλωστές, δοκίμαζε τα χρώματα
ήθελε τα πούπουλα να φέγγουνε από μέσα
να λάμπουν με το φως να σκοτεινιάζουν με τη συννεφιά.
Ο λαιμός και η τραχηλιά να πηγαίνουν μπροστά
διώχνοντας το φόβο. Και στα νυχάκια του η ανάγκη
να περπατήσει μες στον κόσμο.

Έτσι το είδε να ζωντανεύει ξαφνικά.
βγήκε από το κέντημα και πέταξε στον ουρανό
μετά χαμήλωσε και κάθισε στο φιλιατρό του πηγαδιού
κοιτάζοντας μέσα στο νερό ένα σύννεφο που διάβαινε.
Και είπε το περιστέρι: Θα μαζέψω μπαμπάκι για τη φωλιά μου.
Βούτηξε κατεβαίνοντας στο πηγάδι
και πνίγηκε.

Εκείνη είχε αποκοιμηθεί στο κέντημά της.





ΤΟ ΣΑΚΙ


Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.

Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και το ’να μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.

Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.

Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.

Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.





ΜΟΥ ΚΑΨΑΝΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ


Μου κάψανε τα χέρια. Κι όμως
έρχεται κάποτε η στιγμή.
Ξέρεις, εκείνη που σε κράτησα.
Έλεγες, ναι, θα μπορέσω
και μπορούσες κάθε φορά σαν ένα
σαν το πουλί μέσα στον ήλιο.

Τότε τα χέρια μου φυτρώνουν πάλι.





ΤΟ ΒΑΓΟΝΙ


Κοιμάμαι μεσημέρι με τη Ρέα.

Κάποιος βγαίνει από τις πικροδάφνες
σκύβει και τη φιλεί στα χείλη
τα φύλλα τρέμουνε με τον αέρα
Ρέα, ένα να πάμε στο νερό τής ψιθυρίζει.

Εκείνη μισοξυπνάει χαμογελώντας
διστάζει καθώς κοιτάζουνται στα μάτια.
Ωστόσο ξετυλίγει τον ίσκιο της προσεχτικά
γύρω από το κορμί μου −
το χέρι της αποτραβιέται
κι αφήνει λίγο φως μες στο δικό μου.

Κοιμάται και μας βλέπει
ξέρω του λέει πως μας βλέπει
ενώ με δείχνει πλάι της
ήσυχα πλαγιασμένον στο χορτάρι.

Θέλει να φύγουνε μαζί
να πάνε για παιχνίδια στο νερό
μα δεν αποφασίζει και φοβάται.
Φοβάται σάμπως να έχουν πέσει
κι οι δυο στου ύπνου μου το δίχτυ
και δεν μπορούνε τώρα να ξεφύγουν.

Εγώ δε βλέπω τίποτε απ’ όλα τούτα
μήτε κοιμάμαι με τη Ρέα.
Φαντάζομαι μονάχα πράγματα
που θα μπορούσε να ονειρευτεί εκείνη
ταξιδεύοντας ακόμη στον ύπνο μου
σ’ ένα βαγόνι με φαντάρους
καθώς μας παίρνουν ολοένα για τον πόλεμο.





Από τη συλλογή «Το σακί» (1980).
Πηγή: «Γιώργης Παυλόπουλος, Ποιήματα [1943-2008]», εκδ. Κίχλη, 2017.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου