την υγρασία γυρίζει ξηρασία· χρυσάφι
ανεμόδαρτο λυσσάει στον παγωμένο τάφο.
Κάποιος καιρός στην επικράτεια των φλεβών,
κρατάει τη νύχτα μέρα κι ανατέλλει
αιμορραγία το ζωντανό σκουλήκι.
το σκελετό της τύφλωσης· κι η μήτρα
οδεύει προς το θάνατο, πηγάζοντας ζωή.
να μισοβλέπει· οργιές σωστές
η θάλασσα ξεχύνεται σε γη χωρίς γωνιές.
Ο σπόρος που έπεσε στο δάσος των λαγόνων,
κρατάει το μισό καρπό·
ο άλλος καταρρέει αργά τον ύπνο του ανέμου.
είναι υγρασία και ξηρασία· θνητοί-νεκροί
βγαίνουνε σαν φαντάσματα στο μάτι.
κάνει το φάντασμα στοιχειό· κάθε παιδί μητέρας
καθίζει στη διπλή σκιά του.
Κάποια αλλαγή ισχυρίζεται ήλιο στο ολόκληρο φεγγάρι,
κλείνει τις κουρελιασμένες κουρτίνες του σαρκίου
και η καρδιά ξεχνάει τους νεκρούς της.
µε δάχτυλα ξεπαγιασμένα μαστίζει τα μαλλιά µου,
πιασμένος στη δαγκάνα του ήλιου, ανάβω δρόμο
και αναπτύσσω ίσκιο κάβουρα στη γη.
Πουλιά χαλούν τον κόσμο στην ακτή,
βήχουν κοράκια στα παλούκια του χειμώνα,
κι ανάστατη η καρδιά µου τρομάζει τη λαλιά της,
χύνει το αίμα συλλαβών κι αποξηραίνει λέξεις.
επισημαίνω, προς το βάθος του ορίζοντα, να φεύγουν
προτάσεις σαν βαθύσκιωτες γυναίκες φυλλωσιές,
σειρές ολόκληρες αστρόφραστα παιδιά στο πάρκο.
Κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω από φωνήεντες οξιές,
κάποιοι από δρύινες φωνές, µε ρίζες
ποικίλων όσων αγκαθιών να σε υπομνήσω,
κι άλλοι µε λόγια του νερού γυρεύουν να σε πλάσω.
µου λέει τη λέξη απ’ ώρα, το μήνυμα του νεύρου
πετάει στης πλάκας την αιχμή, το πρωινό αναγγέλλει
στον κόκορα ποιος άνεμος φυσάει.
Κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω απ’ τα σημεία των αγρών·
σηματωρός χορτάρι, που µου δείχνει όσα γνωρίζω,
στο µάτι αποχωρίζεται χειμώνα και σκουλήκι.
Με τις ντροπές του κόρακα άλλοι γυρεύουν να σε πλάσω.
(κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω
απ’ του φθινόπωρου τα µάγια,
µε γλώσσα αράχνη, αντίλαλους λόφων Ουαλικών)
παραδέρνει τα χωράφια µε γροθιές-γροθιές γογγύλια,
κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω µε απάνθρωπες κουβέντες.
Έτσι μαραίνεται η καρδιά που προμηνούσε ανέμων χαλασμό:
συλλαβίζει της αιμάτινης χημείας τον καλπασμό.
Άκου, πλάι στη θάλασσα, τα σκοτεινά φωνήεντα πουλιά.
Ένα χαμόγελο φως σε πρόσωπο κενό.
Ένα κόκαλο κλαδί στον ασάλευτον αέρα, ύλη
καθώς μετρούσε εγκαύματα στου σύμπαντος τη σφαίρα,
ο ουρανός κι η κόλαση σε δίνη αναμίχθηκαν.
τρισύλλαβη, σαν το χαμόγελο αστρική·
ακολούθησαν τα ίχνη στο νερό,
μόρφωμα έκτυπου προσώπου στο φεγγάρι·
το αίμα που άγγιξε το δέντρο του σταυρού και το ποτήρι,
το πρώτο σύννεφο άγγιξε κι έγινε σήμα.
που έριξε σπίθα κι άναψε τα βαρομετρικά,
τρία µάτια, µάτια κόκκινα η σπίθα, αιχμηρή σαν λουλούδι·
ανέτειλε η ζωή, πετάχτηκε απ’ τη δίνη
των θαλασσών, κυρίευσε τις ρίζες, άντλησε από γη
και βράχο το απόκρυφο λιπαντικό που φέρνει χόρτο.
ο λόγος απ’ τα συμπαγή θεμέλια του φωτός
ο λόγος που απέσπασε τα γράμματα ένα-ένα απ’ το κενό·
κι από τα θεοσκότεινα θεμέλια της αναπνοής
εκπήγασε η λέξη, μετάφραση κατάκαρδη των πρώτων
χαρακτήρων της γέννησης και του θανάτου.
Και το μυαλό κλεισμένο, συνημμένο στη σκέψη,
πριν η πίσσα διχαστεί κατ’ έναν ήλιο·
πριν οι φλέβες ταραχτούν μέσα στο πλέγμα των φλεβών,
αίμα ξεπήδησε και σκόρπισε
στους πέντε ανέμους του φωτός
αρχέτυπη την πλευρική του έρωτα καταγωγή.
Mετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Πηγή: «Ντύλαν Τόμας, Το χρώμα της λαλιάς, Ποιήματα (1934-1953)», μετάφραση Γιώργος Μπλάνας.
Εκδόσεις Ερατώ, 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου