[Μια κρύα πνοή μαρμάρωσε...]
Μια κρύα πνοή μαρμάρωσε
στην όψη μου την άνθηση της νειότης.
Και τ᾿ απαλά της χρώματα
και της χαράς της πρώτης
τη μέθη και τ’ αρώματα
τα σφάλισεν η μνήμη στη ματιά μου.
Στο σκοτεινό φυλάκιο
την περιέργεια ο θησαυρός τραβάει,
που σιωπηλά ιστορεί
κι’ ανίδεα που πλανάει.
Ποιος να το πει μπορεί
πως έχω μια νεκρή καρδιά βαθιά μου!
Χθες η βραδυά ήταν άγγιγμα
στου Απρίλη την καρδιά, που ’χε μαντέψει
γλυκά το μυστικό.
Ήταν μια ωραία σκέψη,
ήταν ερωτικό
βλέμμα που διαπερνά και μαγνητίζει.
Πώς ήμουν έτσι ανάρμοστα
βαλμένη εγώ στην πλάση σα ριγμένη.
Να μου μιλή ένας νέος μ’ έρωτα
και το Φεγγάρι ν’ ανεβαίνει
απ’ τ’ άδυτα κι’ απ’ τ’ αφανέρωτα,
πώς μπόρειε το μηδέν να με κερδίζη!
[Τι θέλει τούτη η Άνοιξη...]
Τι
θέλει τούτη η Άνοιξη...
Σαλεύουν
αόρατα,
πανάλαφρα
των
δέντρων τα κλαδιά.
Τι
θέλει η μυρωδιά
που
μας χτυπά απαλότατα
με
αμυγδαλιάς ανθόκλωνο
την
καρδιά...
(Μια
νέα περνά ζυγίζοντας
στα
δάχτυλα
ένα
κορμί, φτερό.
Κι’ όπως σιεί ρυθμικά
μια
κατάλευκη ομπρέλλα,
είναι
πουλί.
Ένας
νέος αράθυμος
συλλογιέται
γλυκά,
σα
να πέρασε πλάι του
πεταλούδα
μυρόβολη,
το
φιλί).
(Τρέμει
κάτι το αδύναμο
κι’ όλο μένει
σαν
κουτσό... κοντοφτέρουγο...)
Λυπημένη
τη
ματιά μας ρουφά
το
ανοιξιάτικο απόγευμα
και
χλωμαίνει.
Ξαφνικά,
κάποιο σκίρτημα
στη
γαλήνη
και
σα λυγμός παράφορος.
Ένα
πιάνο ξεσπά
το
δικό μας εναντίωμα
με
κλειστό στόμα.
Τι
θέλει πάλιν η Άνοιξη...
Τι
να μας φέρει ακόμα...
[Εκείνη που είναι λησμονημένη…]
Εκείνη
που είναι λησμονημένη,
εκείνη
που ήρθε περαστικά
κ’
έφυγε αγνώριστη κ’ έφυγε ξένη,
τόσο
θλιμμένη καρτερικά,
είχε
στο βλέμμα κλείσει ένα αστέρι
που
όλο ζητούσε τον ουρανό,
που
σαν τον έρημο ήταν φανό
μέσα
σε νύχτα και σ’ άγρια μέρη.
Αγρίων
ανέμων μάχη τιτάνεια,
η
μαύρη θύελλα, η τρικυμία
και
στου μετώπου της η ηρεμία
την
ασημένια την επιφάνεια!
Στ’
ωραίο στόμα η γραμμή γυρνούσε
σαν
ένα φίλημα ερωτικό,
μα
της σιωπής του δεν ξεπερνούσε
το
πικραμένο το μυστικό.
Ανάμεσό
μας στάθη θλιμμένη.
Κάτι
ζητούσε, ποιος ξέρει τι;
Πώς
ήρθε; Κ’ είναι λησμονημένη;
Τι
να ζητούσεν η ξένη αυτή;
[Απόψε πώς σιγούν όλα παράξενα…]
Απόψε
πώς σιγούν όλα παράξενα,
στη
μοναξιά δομένα.
Έχει
η γαλήνη κάτι από τα σύννεφα
τα
πλανεμένα.
Το
σύμπαν κυματίζει έτσι απαλότατα.
Κάποια
υμνωδία πλανιέται.
Μεσ’ στην ψυχή μου μια γλυκιά κατάνυξη
σα
ν’ αφυπνιέται.
Δεν
ξέρω πια τι να ’ναι, τίνος μήνυμα,
τι
νοσταλγία πάλι.
(Τα
ξέχασα όλα, πρώτα εγώ εγκατέλειψα
τη
μάταιη πάλη).
Απόψε όπως σιγούν όλα παράξενα,
μια
προσδοκία τα πνίγει.
Αχ,
ας μη μάθω τίνος είναι μήνυμα
κι’
ως ήρθε, ας φύγη.
[Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!...]
Ω,
χαμηλώστε αυτό το φως!
Στη
νύχτα τι ωφελάει;
Πέρασε
η μέρα. Φτάνει πια.
Ποιος
ξέρει ο Ύπνος μου ο κρυφός
αν
κάπου εδώ φυλάη,
κι
αν του ανακόβεται η στιγμή
να
’ρθή, που τον προσμένω.
Έχω
στο στόμα την ψυχή,
μου
παρατήσαν οι λυγμοί
το
στήθος κουρασμένο.
Πάρτε
το φως! Είναι καιρός
να
μείνω πια μονάχη.
Φτάνει
η απάτη μιας ζωής.
Κάθε
προσπάθεια ένας εχθρός
για
τη στερνή μου μάχη.
Ας
παύσουν πλέον οι σπαραγμοί.
Ας
μου απομείνει κάτι
για
να πλανέψω τη νυχτιά,
να
σκύψη κάπως πιο θερμή
στο
ανήσυχό μου μάτι.
Πάρτε
το φως! Είναι η στιγμή!
Τη
θέλω όλη δική μου.
Είναι
η στιγμή να κοιμηθώ.
Πάρτε
το φως. Με τυραννεί...
μου
αρνιέται την ψυχή μου...
Από
τη συλλογή «Ηχώ στο χάος» (1929).
Πηγή: «Μ. Πολυδούρη - Ποιήματα», εκδ. Γ. Οικονόμου.
Πηγή: «Μ. Πολυδούρη - Ποιήματα», εκδ. Γ. Οικονόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου