Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Γιώργος Θέμελης, "Άνθρωποι και πουλιά"




Απλωμένη κηλίδα


Πρόσωπο χαραγμένο στον άνεμο
Μορφή αναμμένη στην όραση
Στόμα πικρό σφραγισμένο
Μ’ ένα κομμάτι πάχνη
Χέρια ξυλένια στο λιθόστρωτο

Σκιά μεγάλη
Αίμα λιωμένο
Που απλώνεις μια λίμνη σκοτεινή
Τριγυρισμένη από φαντάσματα
Επάνω στο χώμα

Ο ήλιος κατέβηκε να σε σκεπάσει
Με την πορφύρα του
Διάτρητη σχισμένη από ρανίδες

Παράθυρα λυγισμένα σαν ένα δάσος
Πόρτες πνιγμένες
Από καπνό και σύγνεφα

Όλα τα μάτια μεταμορφώθηκαν σε αγάλματα
Όλα τα χέρια εξαφανίστηκαν
Κάτω απ’ το δέρμα





Προσευχή


Πέρασαν απ’ την άγια κρύπτη
Τη μυστική ατέλειωτη κυοφορία
Της πέτρας και του γαλάζιου
Και δεν ένιωσαν το ρίγος
Την τρυφερή παλλόμενη χορδή

Δεν ένιωσαν τη φρίκη
Απ’ τα σιωπηλά μουσκεμένα σπήλαια
Όπου κοιμάται ο θάνατος
Σαν ένα χαμένο κοχύλι

Κανένα ζώο στο γυμνό τους τοπίο
Κανένα υδρόχαρο φυτό

Με μια μεγάλη τρύπα μέσα στο βλέμμα
Είχαν ξεχάσει την ανάσταση
Των πουλιών και της σάρκας
Την αιώνια μεταμόρφωση των λουλουδιών
Τη φωτιά που θα γεννήσει τα δάση

***

Ας λυπηθούμε την πικρή τους άγνοια

Ας ευχηθούμε να βρουν την ανάπαυση
Να κοιμηθούν εν ειρήνη


[Από την ενότητα «Κάτω απ’ τους αγγέλους»]






Αναπνέω και κοιτάζω


Αναπνέω και κοιτάζω τους δρόμους
Τ’ ουρανού και τ’ ανέμου
Κοιτάω τα παράθυρα τα βαθουλωμένα πρόσωπα
Το φως που τρυπάει τα ερημικά μου χέρια

Ακούω τους χτύπους του σφυριού της καρδιάς μου

Πότε θ’ ανάψουνε τα βλέφαρά μου ανταύγειες
Σε δειλινή αποθέωση πότε θα στρώσει
Τα βήματά σου ο άνεμος με πρώιμη άνοιξη
Πλημμυρισμένη από χλωρή αγωνία

Έζησα καρτερώντας μέσα στο μαρτύριο
Σαν ανοιχτό παράθυρο σε βαθύ καλοκαίρι

Έζησα μέσα στην ηχώ από κάποια βήματα
Που περπατούν σε κάποιο παγερό ουρανό





Απουσία πικρότερη


Απουσία πικρότερη από νύχτα

Η πτήση σου αντιλάλησε μέσα σ’ όλες τις φλέβες
Σιγά-σιγά σαν ένα θαλάσσιο πουλί

Το φως επάνω μια πελώρια σιωπή
Μια παγερή μετέωρη λύπη

Ακολουθώ τα δάση που σιωπούν
Τα λουλούδια που συνοδεύουν τους πεθαμένους

Ο ουρανός με κοιτάζει με περιέργεια
Με μάτια μικρού παιδιού που φοβάται τα ζώα

***

Ουρανέ γεμάτε βροχή κι αγαθότητα
Που υφαίνεις την ημέρα και ξηλώνεις τη νύχτα

Ρίξε μου ένα κόκκινο χαλάζι
Ένα λευκό αστέρινο δάκρυ
Από την άσπιλη ευφορία της αστραπής

Να περπατήσω κάτω απ’ την άκρα σου επιείκεια

Να ’βρω τα ίχνη των φτερών που φώτισαν τον άνεμο
Τους ορίζοντες που έκλεισαν λυπημένοι





Με βρήκε η νέα ημέρα


Με βρήκε η νέα ημέρα
Μες στ’ ουρανού την ξαστεριά
Με τα πολλά παράθυρα

Όμορφος είναι ο κόσμος
Η βρύση του ματιού

Ένα λαμπρό ρουμπίνι
Από ματόκλαδο

Μες στου νερού τη διάφανη ώρα
Με τα κοχύλια και με τ’ άστρα
Ένα γυμνό καθάριο πρόσωπο

Μάτια βαθιά
Σφιγμένα χείλη
Επάνω σ’ ένα στόμα
Που περιμένει

Μες στ’ ουρανού τη διάφανη ώρα

Έσκυψα και κοίταξα
Κι έγινα όλο μάτια


[Από την ενότητα «Στα ίχνη των πουλιών»]





Από τη συλλογή «Άνθρωποι και πουλιά» (1947).
Πηγή: «Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος και άλλα ποιήματα», [(Επιλεγμένα ποιήματα 1923-1975). Εισαγωγή, επιλογή, επιμέλεια: Πέτρος Γκολίτσης. Επίμετρο: Χρήστος Μαλεβίτσης.]
Εκδόσεις Ρώμη, 2019.


Στην εικόνα: John Martin, «The Plains of Heaven» [(Oil on canvas), (1851)]

Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου