Τοκετός
Έρχεται
μία στιγμή
Που
ορμάς και ρίχνεσαι
Κάτω
από τη σκάλα της
Φυσικής
επιλογής και εξέλιξής σου
(σαν
τον Όσκαρ Μ. με το ταμπούρλο του)
Γιατί
σ’ έχει κουράσει πρόωρα
Η
μνήμη ενός γερόντου μοναχικού
Που
’βαλε φωτιά σ’ όλες τις προτομές
Τους
βωμούς και τις κορνίζες.
Ξυπνάς
την επομένη
Το
έδαφος σείεται ακόμα
Και
η στέγη σου πλακώνει
Ένα
έμβρυο
Που
σου χαρίζει τη φορεσιά του
Και
εσύ φοράς τα καλά σου – επιτέλους
Μπουσουλάς
μασουλώντας
Και
αρχίζεις να ντύνεις με νέα ρούχα
Τις
βαλίτσες σου –
Τα
παλιά ήταν για πέταμα
(στις
χωματερές, ούτε καν ανακύκλωση)
Σου
χαμογελάνε και λάμπεις
(κάποτε
μάσκα και σκιασμένα προσωπεία)
Σε
φιλούνε και κλαις
(η
αγχόνη του Ισκαριώτη στο σάλιο τους τότε)
Σε
αρπάζουνε από το χέρι
Κι
αρχινάς το χορό
(κάποτε
κάγκελα και πίεση που σ’ έπνιγε)
Τρυγάς
τις κουβέντες με νόημα
Στύβεις
το λακκάκι στα μάγουλα
Και
μεθάς το μπλέξιμο στους βοστρύχους σας
Αιωνία
σου η μέθη
Δεν
ζητάς καν το κατοπινό ξύπνημα
Τόσο
απόμακρα όλα αυτά
Ούτε
καν σ’ άλλη ζωή.
Θεέ
μου σε ευχαριστώ
Που
δεν με αφήνεις να μεγαλώσω.
Χους
Χωματογεννημένη
και
Χωματόπλαστη
Ψάχνω
να ισορροπήσω απάνω στη Μάνα Γη
Καθώς
το βλέμμα μου
Με
θέρμη τους ουρανούς λατρεύει
Κι
εγώ στρέφω τη ματιά μου
Προς
τα πάνω
Προς
τα μέσα
Μα
αρνούμαι
Να
την αφήσω να φωλιάσει
Στο
χωμάτινό μου καταφύγιο για πολύ
Γέρνει
η ζυγαριά μια προς το χώμα
Και
μια προς το Άυλο
Απορία
μου δυνάστρια:
Ποια
η θέση μου στον κόσμο
Των
ελάχιστων Τροφών
Με
μιαν άψυχη παλάντζα;
(Αθήνα, 1993)
Ο προφήτης
Κι
απέμεινε άδειος ο Προφήτης
Ντυμένος,
πακεταρισμένος
Σε
παχουλών λόγων μανδύα
Ξεκοιλιασμένων
ονείρων τάφο
Εξαγγελίες
οραμάτων που
– ναι, τι σύμπτωση διαβόλου!
–
συνέβαιναν
πάντα να μένουν
στης
Νεφερτίτης σαρκοφάγο
θήκη
ελπίδας βαλσαμωμένης.
Και
είχε πιστέψει ο αγύρτης
Πως
των Θεών είχε τη χάρη
Πώς
θα κατάφερνε μονάχος
Πόλεις
να ανοικοδομήσει
Ηπείρους
πάλι να αναστήσει
Βουνά
πελώρια να σαρώσει
Και
της ψυχής μας Ατλαντίδες
Απ’
το φρικτό πνιγμό να σώσει.
Και
τώρα στέκει εκεί στο βάθος
Με
κούφιο βλέμμα, μαύρη όψη
Κι
ενώ καινό σαν ατενίζει
Μες
στο κενό να ξεψυχάει.
Δελτίο
καιρού σαν να ακούει
Που
θλιβερό και σιωπηλό
Το
κύκνειο άσμα μας ψελλίζει
Τους
γιους του Αιόλου φανερώνει
Μαιανδρικά
τους κατατάσσει
Στις
άμεσου μέλλοντος αφίξεις –
Έτσι
κι αυτός να ξέρει μοιάζει
Πως
κάποιων τέλειων μικρόκοσμων
Το
τέλος όλο και πλησιάζει.
(Αθήνα, 1993)
Νηστεία εδάφους ή
Σαρακοστής άπαντα
Τόσο
πεινασμένοι πια για λίγη αγάπη
Που
γλείφουμε τα χέρια
Όσων
μας χαϊδεύουν
Ελαφρά
στο μέτωπο
Ή
που το δάκρυ μας σφουγγίζουν
Λίγο
πριν πέσει καταγής
Τόσο
διψασμένοι πια για καρδιοκτύπια
Που
σβήνουμε με μια μονοκοντυλιά
Όλη
τη ζωή μας
Και
τη φορτώνουμε με κόπο
Σε
μια κιτρινισμένη φωτογραφία τσέπης.
(Αθήνα, 07.03.1995)
(Μου αρέσει το)
Κυπαρισσόξυλο
Στο
μάγουλο
Μία
χαρακιά από κυπαρισσόξυλο
Και
η μυρωδιά απ’ το τζάκι να γεμίζει το στόμα
Στο
σάλιο δροσοσταλίδες γιασεμιού
Και
μία πάχνη πασχαλιάς στη μασχάλη.
Κυπαρισσόξυλο
λιβάνι στη σάλα
Η
θάλασσα άγρια λοξοκοιτάζει και αφροί
Μπλέκονται
πετώντας στις τούφες
Και
τα κουμπιά του νέου φορέματος
Κυπαρισσί
– αγαπημένο
Σαν
τα μάτια ξανά και τα μάτια σου
Κυπαρισσόξυλο
– να άγγιζα, Θεέ μου
Με
τη ματιά να χορεύει στις φλόγες του – έστω.
Στο
πλάι απ’ το σπίτι μια μάντρα
Με
πασχαλιές και αγριοξυλουριές
γιασεμιά,
φτέρες και πεύκα
και
στην άκρη ένα άγριο κυπαρίσσι.
Από
τη συλλογή «Της ψυχής μου αναλλοίωτο φως», (.poema..) εκδόσεις, 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου