Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Εντός παρενθέσεως"




ΒΛΑΔΙΜΗΡΕ *


Εδώ υπάρχουν πολλά πράγματα έτοιμα που μπορείς να δεις
      μέσα τους την ιστορία τους σε πολύ απλή γλώσσα

Ξημερώνει απ’ όλες τις μεριές, Βλαδίμηρε
Όταν με δεις ν’ ανασαίνω κάθε χιλιόμετρο την ανθρώπινη
      προστασία σου
Φαντάσου ένα εκατομμύριο γυναικόπαιδα να φωνάζουν: δι-
      καιοσύνη
Ή ένα εκατομμύριο άστρα που τα ψάχνουν άπιστα δάχτυλα
Ή μια χρυσοκίτρινη κοίτη που τελειώνει μέσα μου

Έφτασα
Να μου δώσεις λίγα χτυποκάρδια που δεν έγιναν έφηβοι
Τώρα το καλοκαίρι μού τα ζητιανεύει μια δροσούλα του
      Ιλισού
Επίσης κι ένα δέντρο που έχασε την καρποφορία του

Όταν κοιμηθεί το φεγγάρι μες στο Ρήνο φαντάσου την ψυχή
      μου
Σα δωμάτιο εξοχικού σπιτιού που περιμένει τον ύπνο σου
      για παραθέρισμα
Αν ήσουν εδώ το πρωί θα ’κουγες τα κοκόρια και τους γα-
      λατάδες μέσα στ’ αγουροξυπνημένα αυτιά της γειτονιάς
Ύστερα τις εφημερίδες και τα χέρια να τις παίρνουν από
      τα μισόκλειστα παράθυρα

Πολλές φορές γελώ με τη συνήθεια π.χ. χτες το πρωί
Είχαμε στο τραπέζι ένα φλιτζάνι τσάι παραπανίσιο
Τότε βούτηξα το ψωμί μου στην απέραντη πίκρα του
Κι έτρωγα χωρίς να μπορώ να χορτάσω. Σκέψου τη ζωή μου
Αυτό το βερύκοκκο στα δόντια της απουσίας.




___________________
* Σημείωση του ποιητή: Εξόριστος αδερφός μου στη Γερμανία





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΡΙΩΝ ΝΥΧΤΩΝ

                                                                                                του K. Friar

Ι


Όταν ήταν σκοτεινά σαν τότε που η απάντηση
Ήλθε πολύ κρυφά κι ανέβηκε απ’ τη γη στα μάτια
Όπως ανεβαίνει ο υδράργυρος του θερμομέτρου
Ή όπως το ήρεμο τριφύλλι πάει στον ουρανό
Σαν τότε που είχαν βρεθεί χιλιάδες στόματα
Για την εξόριστη φωνή, άλλοι στο δρόμο
Από χέρι σε χέρι κουβαλούσαν τη ζωή τους
Άλλοι κουνούσαν τα χέρια τους και αποχαιρετούσαν
Άσπρα βαπόρια από σύννεφο με γυαλιστερά φινιστρίνια
Σαν κοριτσίστικα μάτια πρωί-πρωί που ανοίγουν

Οι βιαστικοί τρέχαν να προλάβουν κάποιον
Να τον καλωσορίσουν για να κοιμηθούν ήσυχοι.




ΙΙ


Αυτά ήταν τα όστρακα τ’ ασημένια, τα μάζεψα
Ένα-ένα απ’ της πίκρας σου τ’ αυλάκι
Αυτές ήταν οι πεταλούδες με τα μισοκαμένα φτερά
Μια-μια τις μάζεψα
Από το δέρμα σου που −όπως σε προσκλητήριο
Μετά απ’ τη μάχη δε λέει «παρών» ο στρατιώτης
Που έπαιζε οκαρίνα και διασκέδαζε το λόχο−
Το δέρμα σου δε λέει «παρών»

Αυτά τα όστρακα κι αυτές τις πεταλούδες
Σ’ τα δίνω και τα ξαναπαίρνω
Μέχρι να παλιώσουν
Σα χαρτονομίσματα
Που παν από χέρι σε χέρι
Ή από φόνο σε φόνο

Καληνύχτα ώρα να φεύγουμε
Γαυγίζει το θάνατο
Το σκυλί.




ΙΙΙ


Κοιτάζει, κάνει μια τελευταία προσπάθεια
Εν ανάγκη σκουπίζεται με το μαντήλι του
Μέχρι να ξεβάψει
Μετά βγαίνει έξω με το φυσικό του χρώμα
Όπως όταν σε υπόγειο φυτρώνει
Μια τρυφερή φασουλιά που τεντώνεται
Και ξεμυτίζει απ’ τη χαραμάδα που μπάζει φως

Συναντάει ένα γνωστό τον χαιρετά και του λέει
Ότι στον τέταρτο όροφο περιμένει μια κυρία
Που τα μάτια της κλείνουν και ανοίγουν
Κάθε φορά σε άλλη σελίδα
Έτσι που να μαθαίνεις άκρες-μέσες
Το περιεχόμενο του βιβλίου
Παίρνεις το χέρι της το κρύβεις σ’ ένα κουτί
Και το ’χεις πάντα στη διάθεσή σου
Ακόμα κι όταν λείπουν τα τριζόνια
Και το συρτάρι παίρνει φωτιά με τα χειρόγραφα

Αυτά σκεφτόμουν και ήξερα πόσο γρήγορα
Παν τα τηλεγραφήματα με τις ευχές
Ή με την αγγελία θανάτου.




VII


Τώρα δώσ’ μου μια λέξη σου
Να σκάψω το στήθος μου να της βρω
Το πιο φωτεινό μέρος
Κι ας φύγει αργότερα όπως φεύγει η προσευχή

Αλήθεια πώς φυτρώνει πώς μεγαλώνει
Πόσο χορταστική είναι η προσευχή.






ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΩΣ


Διότι είσαι το πρώτο εφετινό χελιδόνι που μπήκε απ’ το
      φεγγίτη έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν κα-
      τόπιν όλα μαζί τα χελιδόνια
Διότι είσαι μια μεριά ήρεμη της θάλασσας όπου το κύμα
      Κόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο
      Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα
      τους φαγώθηκε από παράσιτα
Κι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου
      Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δάχτυλά μου όπως περνάει
      ο αγέρας από φύλλα κυπαρισσιού
Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι
      και κοιμάσαι
Και ξυπνάς πότε-πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα και
      θυμάσαι
Διότι θυμάσαι
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά είμα-
      στε μαζί
Κι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν’ ανεβοκατεβαίνει
      τα δέντρα
Όπως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά της Bάρκιζας
Κι ένα γύρω οι χρωματιστές πέτρες μάς ακολουθούσαν

Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια
      του νερού και λέω: να το ριζικό κι η ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες
      απ’ το κόκκινο −σαν τα μάτια τού μπεκρή− λυκόφως
      Και είπαμε να το ριζικό να οι αγάπες βγήκαν στους δρό-
      μους για τον επιούσιο

Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες
Να ’ρχονται και να χάνονται
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ
Κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
Είσαι κείνο που γλύτωσε απ’ τα σκάγια

Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι από
      σκέψη από αίσθηση κι από φωνή
Είναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο
Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ.





ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ


…αίφνης η ανάγκη της νύχτας σε φέρνει εδώ
Αισθάνομαι το στόμα σου μικρή θαλασσινή σπηλιά
Στον αριστερό μου ώμο
Δεν έχω τίποτα να εκφράσω αφήνομαι στα χέρια μου
Ταχτοποιώ κι ετοιμάζω τις φωτιές του μεσημεριού

Πάνω στην άσπρη ζωή
Η σκέψη μια θολή ευθεία

Σαν μικρά χωριά που τα είδα απ’ το πλοίο
Σαν ξαφνικοί θόρυβοι τη νύχτα στην άκρη της θάλασσας
Που μας τρομάζουν για πολύ λίγο
Ήσουν την τελευταία ημέρα.





Από την ποιητική συλλογή «Εντός παρενθέσεως» (1945).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου