Photo: Willy Ronis (1910-2009)
Όταν καμιά φορά κοιτώ δυο νέα παιδιά,
που εκείνος μάλλον την πηδάει κι εκείνη βάζει
διάφραγμα ή παίρνει αντισυλληπτικά,
λέω, νά ο παράδεισος που μια ζωή
τον ονειρεύονται όλοι οι γέροι: τέρμα, πάνε
δεσμοί και νεύματα, σαν απαρχαιωμένα
θεριστικά τρακτέρ, κι οι νέοι να γλιστράνε
προς την απέραντη ευτυχία ολοένα.
Κι αναρωτιέμαι αν υπήρξε άνθρωπος
που εμένα βλέποντας, σαράντα χρόνια πριν,
σκέφτηκε, νά ο βίος ο ανθόσπαρτος·
ούτε Θεός, ούτε να ιδρώνεις για το πυρ
το εξώτερο μες στο σκοτάδι, πάνε αυτά,
ούτε για τον παπά κλειστά τα στόματα.
Θα ξεγλιστρήσουν όλοι, ελεύθερα πουλιά,
αυτός και η παρέα του. Κι αυτόματα
μου έρχονται στο νου ψηλά παράθυρα
αντί για λέξεις –το γυαλί που αδράχνει ήλιο,
και πέρα ο τρίσβαθος αιθέρας που δεν δείχνει
τίποτα κι είναι ανύπαρκτος κι απέραντος.
Μετάφραση: Διονύσης Καψάλης
(Το ποίημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εντευκτήριο, τχ 94, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου