Άντρας 3ος (Δημιουργός)
στον Θανάση Μαρκόπουλο
Στην αρχή ένα αχνογάλανο χαμόγελο, ήσυχος φάρος
κι ένα γύρω βράχοι κοφτοί. Άπλωσα τις κατηφοριές μου ως τα ριζά του, αθόρυβα,
στρώνοντας βούτυρο τα όνειρα και τις λαχτάρες. Χρόνια και μάλλον ατελέσφορη συνήθεια
ως τότε. Όταν όμως τον είδα ανέμελο πάνω τους να γλιστρά, φορώντας αστόλιστη
την πιο παιδική στιγμή του, εκείνη που τον συμφιλίωσε με τη ζωή, τον σύστησα
στον κόσμο, ήξερα πως μ’ έναν μειλίχιο παφλασμό θα σήκωνε χαμόγελα κυματάκια
κοιμισμένα, κεντώντας το κρυμμένο βάθος με μια λέξη, με το κρόσσι από ’να
όνειρο, την ευωδιά μιας άσηπτης πληγής, ένα ασαβάνωτο γελάκι περιηγητικό.
Φόρεσα για καιρό ατάραχη τη μικρή μου ανατολή.
Ύστερα ετοίμασα τη μέρα μου,
την άνοιξα αθόρυβα
κι όποιος γυρίζει σε κείνα τα μονοπάτια και τα
ξέφωτα
βλέπει που βγάζω στο κατώφλι την αλήθεια μου,
να ξεκουράζονται τα αμετανόητα όνειρα,
οι πεισματάρηδες που αποδημούν μαζί τους
και εκείνοι οι ωραίοι μασίφ άνθρωποι.
Κι όλα τούτα
από ’να αχνογάλανο χαμόγελο,
μια μέρα βροχερή.
Από την ενότητα Ορυκτά, της συλλογής «Ορυκτό φως», Μελάνι 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου