από φωτιά ν’ αστράφτει και να ξερνάει λυγμό
τα τρίσβαθα που μέσα τους κρυμμένο
ώς το μεδούλι σε κατατρώει σαράκι
των πιο παλιών κληρονομιά ακριβή
πικρό να γράφεις και να γεύεσαι το αλάτι
με μια ελάχιστη φωνή
το πιο βαρύ στα ποιήματα
φορτίο που σηκώνεις
το άχθος του ανθρώπου
απατηλές ελπίδες εξαντλώντας
σαν μια βαριά αλυσίδα εκούσιας υποταγής
να σύρθηκε αργά ελευθερώνοντας
τα τσακισμένα μέλη
απ’ την αρχή σφυρήλατα να φτιάξω νέα δεσμά
θύμα και θύτης
το παίγνιο της ζωής
το άλλοθι του θανάτου
καθώς σε προαιώνια επιταγή
διαρκώς τη φύση εναλλάσσουν
ώς να τελέψει η ανάσα
κάτι ακόμα να γραφεί
σχήμα καθορισμένο
ώς να τελέψει η ανάγνωση
του βίου το παραμύθι
[εκεί στα όρια της αντοχής η αρπάγη
ξετυλίγεται το θήραμα να πιάσει μαύρο κεφάλι ο κυνηγός σαν λεοντή τη λεία του
να ντυθεί κι εκείνο στις λέξεις αφημένο να σπαρταράει ακόμα ώσπου να κλείσει
δικαιωματικά την ύστερη σελίδα της απόγνωσης παρείσακτος του δράματος ο
αναγνώστης]
αφήνοντας τα ίχνη τους
λαμπρά σημάδια για τους ταπεινούς
που μάταια ψάχνουν
με τα κλειστά τους μάτια
να λιγοστέψει ο κόσμος – να σωθούν
το χάος τους φοβίζει – δεν στέργουν ν’ απλωθούν
μόνη τους τόλμη ένα σήμα τόσο δα
ταιριάζοντας τη φύση τους με δύο μέτρα χώμα
κάτι να μείνει – όχι γι’ αυτούς
μα για τους άλλους που έρχονται
να το πιστέψουν έτοιμοι
ανίδεοι στη θέα του κενού
σ’ ένα περβάζι παραθύρου
εκεί που ξεπετά τα πρώτα πράσινά της
σ’ ένα πιατάκι μια χλωρή φακή
με εφήμερο το κοίταγμα
κατά τον κάμπο αγναντεύοντας
την ξεχασμένη όπως κι αυτή
περιφορά του Επιταφίου
στα αποξηραμένα πια
για να καούν όπως τους πρέπει
στη φωτιά
μαζί με όσα γιγάντωσαν
σε χρόνια αναμονής
κι έπειτα χρόνια θλίψης
κι ακόμη τώρα απόγνωσης
πάλι σε μια στενοπορία
μαζί με όσα μάζεψε
κι όσα χωρούν ακόμη
χλωρά, ξερά κι αφρόντιστα
ρημάδια της ζωής
σε μιαν ανέλπιστη προσπάθεια
αναμονής για ανάσταση
την απελπίζει πιότερο κι από την ίδια την εικόνα
στο έρημο ξωκλήσι
κάποιο απόγευμα μικρής Παρασκευής
τότε που πλεύρισε τον θάνατο
κι απόκαμε να τον κοιτά
ξυσμένο είχε το χρώμα της
με μια γενναία δόση ώχρας
στα ίχνη του καιρού
που αντίκρισε το απόλυτο σκοτάδι
κι έμεινε να θαυμάζει
το μαύρο θαύμα μέσα του
καθώς ένιωσε τη σκιά
βαριά να πέφτει πάνω της
κι άρχισε να χωρίζει
στα δυο τα σκοτεινά κομμάτια
αφήνοντας το πιο βαθύ στην άκρη του μυαλού
και ντύνοντας το πρόσωπο με τ’ άλλο το ανοιχτότερο
να μην τη δούνε και σκιαχτούν
όσοι ακόμη ελπίζουν
και πίσω ακολουθούσε ένα πλήθος αλλοπρόσαλλο
κάποιοι τον χλεύαζαν, άλλοι τον λοιδορούσαν
λίγοι τον κοίταζαν με ελπίδα
δεν έτρεχε κοντά του ούτε σκορπούσε τα λόγια του εδώ κι εκεί
μόνο αναρωτιόταν
αν είναι έτσι που μας λες
τότε πού είναι το δικό του μερτικό αθανασίας;
που έσβηνε ώρα την ώρα
μικρός και άδοξος
Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη
Θεσσαλονίκη το 1956. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο της Αθήνας και δίδαξε για πολλά χρόνια σε δημόσια Λύκεια. Ποιήματά
της και πεζά, καθώς και κριτικά δοκίμια δημοσιεύονται τακτικά σε λογοτεχνικά
περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά. Έχει εκδώσει βιβλία πεζογραφίας, ποίησης,
δοκιμιογραφίας και μετάφρασης και έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις. Μαζί
με τον ποιητή Βαγγέλη Αλεξόπουλο μετέφρασαν την Αμερικανίδα ποιήτρια Άι Ογκάουα
(Ai Ogawa) καθώς και τον Αμερικανό ποιητή Έντουαρντ Χιρς (Edward Hirsch). Είναι
ειδική συνεργάτις του έντυπου λογοτεχνικού περιοδικού Καρυοθραύστις, επιμελείται στο περιοδικό Οδός Πανός τη στήλη «Διαβάζοντας τους ποιητές» και διευθύνει μαζί
με τον ποιητή Κώστα Θ. Ριζάκη το έντυπο περιοδικό Λόγου και Τέχνης Σταφυλή.
Συντονίζει, μαζί με τη Δήμητρα Καραχάλιου, τη Λέσχη Ανάγνωσης Ενηλίκων της
Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Αγίας Παρασκευής. Διατηρεί στο διαδίκτυο το
λογοτεχνικό ιστολόγιο (blog) «Με ανοιχτά βιβλία». Είναι μέλος του Κύκλου
Ποιητών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου