Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

Αργύρης Χιόνης, "Ο ακίνητος δρομέας"





Από την ενότητα
ΑΘΛΗΜΑΤΑ



ΕΙΝΑΙ ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ Ο ΔΡΟΜΕΑΣ που τρέχει μόνος και διανύει μεγάλες αποστάσεις δίχως κοινό και δίχως αντιπάλους.
Είναι θλιμμένος ο δρομέας που δεν τρέχει για να φτάσει πρώτος, που δεν τρέχει για να φτάσει καν.
Είναι θλιμμένος ο μοναχικός δρομέας και σχεδόν ακίνητος.





ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ πίστευε ότι γύρισε ο οδοιπόρος και, ξαφνικά, ανακαλύπτει ότι γύρω γύρω απ’ τον εαυτό του γύριζε. Γι’ αυτό αποφασίζει τον κόσμο να γυρίσει πάλι, χωρίς να κάνει λάθος ετούτη τη φορά. Βέβαια, το αποτέλεσμα είναι ίδιο, αλλά ο οδοιπόρος δεν το βάζει κάτω κι επιχειρεί, πάλι και πάλι, την ίδια επώδυνη πορεία. Αυτό είναι, άλλωστε, που τον ξεχωρίζει από τον οποιονδήποτε άλλον οδοιπόρο και που τον καθιστά αθλητή.





ΜΕ ΤΟ ΚΑΛΕΜΙ στο ’να χέρι και το βαρύ σφυρί στο άλλο, λυτρώνει λίγο λίγο, ο γλύπτης, από τον μονοκόμματο όγκο του μαρμάρου, το ολοζώντανο κορμί ενός αθλητή, κι όπως φουσκώνουν οι δικές του φλέβες, οι δικοί του μύες, από την πνευματική χειρωναξία, έτσι φουσκώνουν και στο μάρμαρο οι φλέβες και οι μύες του αθλητή. Συναθλητές, λοιπόν, γλυπτό και γλύπτης, με μια ωστόσο διαφορά· του γλύπτη, μοναχά, το μέτωπο είναι κάθιδρο.





ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ, EΝΑ ΠΡΩΙ (πως του ’ρθε;), αποφάσισε να ξεπεράσει τον εαυτό του. Άρχισε, λοιπόν, να τρέχει, μέχρι εξαντλήσεως, δρόμους ταχύτητας, άλματα εις μήκος, και εις ύψος να πηδά. Επί ματαίω· πάντοτε, πίσω ή κάτω απ’ τον εαυτό του ήτανε.
Αφού είδε και απόειδε, σκέφτηκε πως έπρεπε ν’ αλλάξει άθλημα κι έγινε ποιητής. Βέβαια, ούτε έτσι τα κατάφερε (ο εαυτός του ήταν και σε τούτο αξεπέραστος), αλλά το άθλημα αυτό του άρεσε και συνεχίζει να ’ναι ποιητής με μέτριες, έστω, επιδόσεις.





Από την ενότητα
ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΣΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΗ



ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΝΟΥΝ δίχως να έρχονται. Αυτός, ωστόσο, είν’ εκεί και τις προσμένει· έν’ αδειανό ορίζοντα κοιτώντας, καρτερεί να υποδεχτεί τις μέρες που, χωρίς να φτάνουν, έχουν κιόλας φύγει.
Το παρελθόν αυξάνει ιλιγγιωδώς, το παρελθόν ενός αβίωτου παρόντος· οι αναμνήσεις μίας άζωης ζωής σωρεύονται, αδιάκοπα, και τον συνθλίβουν.





«ΠΟΥ ΠΑΤΕ, ΜΕΡΕΣ ΜΟΥ», ρωτά, «μικρά πουλιά, γιατί πετάτε», για πού τραβάτε βιαστικά;».
«Εμείς δεν πάμε πουθενά, εμείς δεν είμαστε πουλιά, στεφάνι επτάφυλλο είμαστε πέτρινο κιονόκρανο στου χρόνου την αμετακίνητη κολόνα. Εσύ πετάς αδιάκοπα, εσύ αποδημείς προς μια εποχή πιο παγερή, προς ένα ατέλειωτο χειμώνα».





ΜΟΝΟ Η ΣΙΩΠΗ, η απόλυτη σιωπή προσφέρεται για τη χαμηλόφωνη συνομιλία των πραγμάτων που, κάτω από άλλες, ηχηρές συνθήκες, ούτ’ ένα νεύμα δεν μπορούν να ανταλλάξουν, γιατ’ είν’ ευαίσθητα τα πράγματα στον ήχο και δεν αποκαλύπτουν την ψυχή τους εν μέσω οιουδήποτε θορύβου.
Σφαλνά τις πόρτες, τα παράθυρα, τα μάτια, εξώνει από το χώρο ήχο και φως. Ακίνητος, σε μια γωνιά, και σιωπηλός, γίνεται κοινωνός των μυστικών τους, γίνεται κι αυτός πράγμα δικό τους· καλόγερος με λίγα ρούχα κρεμασμένα πάνω του.





ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ, απαθής, βλέπει να πνίγονται· με τα χέρια στις τσέπες, παρακολουθεί τον καταποντισμό τους. Σκοινί δεν έχει να τους ρίξει, να πιαστούν, ούτε σωσίβιο, αλλ' ούτε καν σανίδα σωτηρίας. Στέκετ’ εκεί, ακίνητος, και βλέπει σχεδόν ευτυχισμένος, τον πνιγμό τους. Στο βάθος βάθος, είναι ανακούφιση, είναι παρηγοριά να μένεις, επιτέλους, δίχως όνειρα, καθότι, ως γνωστόν, τα όνειρα έχουν την τάση αδιάκοπα να ναυαγούν και πρέπει εσύ αδιάκοπα να τα διασώζεις.





ΣΠΙΘΕΣ, σπίθες, σπίθες… Ελάχιστοι, οι στίχοι του, διάττοντες αστέρες που σβήνουν πριν προλάβουν να συνθέσουν φωτεινό στερέωμα.






Από τη συλλογή «Ο ακίνητος δρομέας», 1996.
Πηγή, η συγκεντρωτική έκδοση «Η φωνή της σιωπής [Ποιήματα 1966-2010]», εκδ. Κίχλη, 2025.

Πηγή για την εικόνα: Εκδόσεις Κίχλη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου