MAÑANA / ΠΡΩΙ
1
ΜΑΤΙΛΝΤΕ,
όνομα από κρασί ή φυντάνι ή πέτρα,
απ’
ό,τι η γη γεννάει κι ό,τι κρατάει,
λέξη
που στ’ άξαιμά της ξημερώνει,
που
σκάει στο καλοκαίρι της των λεμονιών το φέγγος.
Στ’
όνομα αυτό ξύλινα τρέχουν πλοία
ζωσμένα
από μελίσσια φωτιάς γαλάζιο σκούρο,
κι
αυτά τα γράμματα είναι νερό ενός ποταμιού
που
στην καμένη ξεχειλάει καρδιά μου.
Ω
ξέσκεπο όνομα κάτω από κάποιο αγιόκλημα
καθώς
η πύλη μιας στοάς αγνοημένης
που
με την ευωδιά συγκοινωνεί του κόσμου!
Κατάκλυσέ
με με το πύρινό σου στόμα,
ψάξε
με αν θες με τα νυχτιάτικά σου μάτια,
μα
άσε με στ’ όνομά σου να πλέω και να κοιμάμαι.
8
ΑΝ
ΔΕΝ ΤΥΧΑΙΝΕ να ’χεις μάτια με χρώμα φεγγαριού
με
χρώμα μέρας όλο δουλειά, φωτιά και χώμα,
και
δεμένη τ’ αγέρα τη σβελτοσύνη να’ χεις,
αν
δε τύχαινε να ’σαι κεχριμπαριού βδομάδα,
αν
δεν ήσουν η κίτρινη στιγμή που το φθινόπωρο
σκαρφαλώνει
από τις περικοκλάδες
κι
αν δεν ήσουν ψωμί που ευωδιαστή η σελήνη
το
φτιάχνει σεργιανώντας στον ουρανό τ’ αλεύρι,
ω,
λατρεμένη, δε θα σ’ αγαπούσα!
Στην
αγκαλιά σου αγκαλιάζω αυτό που υπάρχει,
χρόνο
κι άμμο και της βροχής το δέντρο,
και
ζουν τα πάντα για να ζήσω εγώ:
χωρίς
να πάω μακριά βλέπω τα πάντα:
όλα
όσα ζουν τα βλέπω στη ζωή σου.
17
ΔΕ
Σ’ ΑΓΑΠΩ σαν να ’σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα
από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ’
αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά,
μέσ’ από την ψυχή και τον ίσκιο.
Σ’
αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα
που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και
ζει απ’ τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ’
άρωμα που σφιγμένο μ’ ανέβηκε απ’ το χώμα.
Σ’
αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ’
αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ’
αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο,
παρά
μ’ ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που
το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που
όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.
MEDIODÍA / ΜΕΣΗΜΕΡΙ
45
ΜΗ
ΛΕΙΨΕΙΣ καν μια μέρα μακριά μου, γιατί να,
πώς
να το πω, μου ’ναι μεγάλη η μέρα,
και
θα σε περιμένω σαν στους σταθμούς εκείνους
που
σε κάποια γωνιά τους πήρ’ ο ύπνος τα τρένα.
Μη
φύγεις καν για μια ώρα γιατί τότε
σ’
αυτήν την ώρα σμίγουν οι στάλες της αγρύπνιας
κι
ο καπνός που γυρεύει να ’βρει σπίτι ίσως έρθει
να
σκοτώσει ώς και την καρδιά μου τη χαμένη.
Μην
τσακιστεί η σιλουέτα σου στην άμμο,
στην
απουσία τα βλέφαρά σου μην πετάξουν:
μη
φύγεις καν για ένα λεπτό, ακριβή μου,
γιατί
σ’ εκείνο το λεπτό θα ξεμακρύνεις τόσο
που
άνω κάτω τον κόσμο θα κάνω εγώ ρωτώντας
αν
θα γυρίσεις ή αν θ’ αφήσεις να πεθάνω.
48
ΔΥΟ
ΕΡΑΣΤΕΣ που αγαπιούνται κάνουν ένα ψωμί,
μια
μονάχα σταγόνα φεγγαριού στο χορτάρι,
αφήνουν
σα βαδίζουν ίσκιους που σ’ έναν σμίγουν,
αφήνουν
μόνον έναν ήλιο άδειο στο κρεβάτι.
Απ’
όλες τις αλήθειες διαλέξανε τη μέρα:
δε
δεθήκαν με νήματα μα μ’ ευωδιές μονάχα,
και
δεν κάναν κομμάτια την ειρήνη ή τις λέξεις.
Διάφανος
είναι πύργος η ευτυχία.
Με
τους δυο εραστές πάνε το κρασί κι ο αγέρας,
τα
ευτυχισμένα η νύχτα τούς δίνει ανθόφυλλά της,
έχουν
δικαίωμα σ’ όλα τα λουλούδια.
Δυο
εραστές που αγαπιούνται δεν τους φοβίζει ο χάρος,
γεννιούνται
και πεθαίνουν πολλές φορές στη ζωή τους,
έχουν
την αιωνιότητα της φύσης.
TARDE / ΑΠΟΓΕΥΜΑ
68
(Γοργόνα πλώρης)
ΤΟ
ΞΥΛΙΝΟ κορίτσι δεν ήρθε περπατώντας:
στάθηκε
άξαφνα εκεί καθισμένη στα τούβλα,
παλιοί
ανθοί του πελάγου σκεπάζαν το κεφάλι,
κι
είχε η ματιά της μια θλίψη από ρίζες.
Έστεκε
εκεί κοιτώντας τις ανοιχτές ζωές μας,
το
είμαι, το φεύγω, το έρχομαι, το πάω πάνω στη γη,
τη
μέρα που της ξέβαφε λίγο λίγο τα φύλλα.
Βίγλιζε
μη θωρώντας μας το ξύλινο κορίτσι.
Το
κορίτσι απ’ τ’ αρχαίο κύμα στεφανωμένο
κοίταζε
εκεί με τα νικημένα της μάτια,
κι
αν κι ήξερε πως ζούμε σ’ ένα απόμακρο δίχτυ
από
νερό και χρόνο, βροχή, κύματα κι ήχους,
δεν
ήξερε αν υπάρχουμε ή είμαστε τ’ όνειρό της.
Αυτή
του ξύλινου είναι κοριτσιού η ιστορία.
78
Δεν έχω πιο πολύ, δεν έχω πάντα.
Μες στην άμμο
τα χαμένα της πόδια άφησε
η νίκη.
Είμ’ ένας άνθρωπος φτωχός
δοσμένος στο ν’ αγαπά
τους όμοιους του.
Σ’ αγαπώ, ας μη σε ξέρω. Δε
χαρίζω, μηδέ πουλάω
αγκάθια.
Ίσως το ξέρουν πως δεν
πλέκω ματωμένα
στεφάνια, πως πολέμησα τη
χλεύη,
την πλημμυρίδα της ψυχής
μου γέμισα μ’ αλήθεια,
πλήρωσα τον αχρείο με
περιστέρια.
Δεν έχω εγώ ποτέ, γιατί ήμουν,
είμαι
και θα ’μαι αλλιώτικος. Και
στ’ όνομα
του έρωτά μου που αλλάζει
διαλαλώ την αγνότητα.
Πέτρα της λήθης μόνον είν’
ο θάνατος.
Σ’ αγαπώ, τη χαρά φιλώ στο
στόμα σου.
Φέρτε ξύλα ν’ ανάψουμε
φωτιές στα κορφοβούνια.
NOCHE / NYXTA
83
Μ’
ΑΡΕΣΕΙ μες στη νύχτα να σε νιώθω κοντά μου,
αθώρητη
στον ύπνο σου, σοβαρή κι ερεβένια,
ενώ
εγώ τις σκοτούρες μου ξεμπλέκω
σαν
να ’ταν τάχα δίχτυα μπερδεμένα.
Απούσα,
μέσα στα όνειρα ταξιδεύει η καρδιά σου,
μα
το εγκαταλειμμένο κορμί σου ανασαλεύει
στα
τυφλά αναζητώντας με, τον ύπνο αξαίνοντάς μου,
σαν
το φυντάνι που διπλό γίνεται μες στον ίσκιο.
Ορθή,
θα ’σαι άλλη που αύριο θα ζήσει,
όμως
απ’ τα χαμένα μέτωπα μες στη νύχτα,
απ’
το ζω και δε ζω που βρισκόμαστε, κάτι
μένει
που μες στης ζωής το φως μάς πλησιάζει
λες
κι έχει με φωτιά η σφραγίδα του ίσκιου
τα
κρυφά πλάσματά του σημαδέψει.
90
ΣΚΕΦΤΗΚΑ
να πεθάνω, σιμά ένιωσα το κρύο,
κι
απ’ όσα έζησα άφηνα μόνο εσένα:
το
στόμα σου ήτανε τα γήινα μερονύχτια μου,
το
δέρμα η πολιτεία που ιδρύσαν τα φιλιά μου.
Εκείνη
τη στιγμή τελειώσαν τα βιβλία,
φιλία
και θησαυροί που άσπονδα μαζευτήκαν,
το
διάφανο που εσύ κι εγώ φτιάξαμε σπίτι:
όλα
πάψαν να υπάρχουν έξω απ’ τα δυο σου μάτια.
Γιατί
ο έρωτας, όταν η ζωή μάς κυνηγάει,
δεν
είναι παρά κύμα πάνω από κύματα άλλα,
μα
αχ σαν έρχεται ο θάνατος να χτυπήσει την πόρτα
μένει
μόνο η ματιά σου για τόσο απέραντο άδειο,
μόνον
η λάμψη σου για να πάψει να υπάρχει,
μόνον
η αγάπη σου για να κλείσει τον ίσκιο.
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου
Από
το βιβλίο «Εκατό ερωτικά σονέτα», δίγλωσση έκδοση.
Μετάφραση και πρόλογος: Ηλίας Ματθαίου.
Εκδ. Γνώση, β΄ έκδοση, χειμώνας 1993-94.
Μετάφραση και πρόλογος: Ηλίας Ματθαίου.
Εκδ. Γνώση, β΄ έκδοση, χειμώνας 1993-94.
Πάμπλο
Νερούδα
(12
Ιουλίου 1904 - 23 Σεπτεμβρίου 1973)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου