Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης, "Μοναχικόν"




ΜΟΝΑΧΙΚΟΝ


Ξένοι κάτω απ’ τον ίδιον ουρανό,
κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο.
Ίσως να μην το νιώθεις, μα σε ξέρω.
Ίσως να μην το νιώθω, μα με ξέρεις.

Δεν υπήρξα ποτέ μου κυνηγός.
Πάντα μου άρεσε να περιμένω
πότε το θαύμα πότε την όμορφη πριγκίπισσα.
Σωστά!
              Το θαύμα δεν ήρθε
μήτε η όμορφη πριγκίπισσα. Κανείς
δεν προχωρεί προσμένοντας. Το ξέρω.
Πες
πως απέτυχα. Με νιώθεις, φαντάζομαι.
Πράγματα γνωστά, δικά μας, όλα τούτα.
Δεν ξαφνιάζουν.
                                               Κι ωστόσο
μη θαρρείς πως κάθομαι
μπροστά σ’ έναν καθρέφτη μιλώντας
                 με τον εαυτό μου.
                                                Αν γράφω
γράφω για μας,
γι’ αυτά που πνίγεις στο τσιγάρο σου     κι εγώ
πάνω σε τούτο το λευκό
                                   το δύσκολο χαρτί.

Προσεύχομαι
να ’ναι σφοδρός για τους νέους ο Έρωτας    και σπλαχνικός
ο Χρόνος για τα δέντρα που γερνούν.
                                                             Γράφω για μας,
για κάποια μακρινά λιγόζωα ταξίδια,
ευσύνοπτα σαν αστραπή,
σ’ εκείνα τα κατάφυτα νησάκια της Ελπίδας
− παιδιά της προσευχής παρά του κόσμου.

Γράφω
και θυμάμαι τον κλόουν,
τους νάνους που παράσταιναν παιδιά,
τότε
σ’ ένα γυάλινο τσίρκο. Και στους πάγκους
κούκλες κουρντισμένες να γελούν.
                                                          Δεν ήμουν
εγώ ο κλόουν;   Κι εσύ
ένας ωραίος ακροβάτης επάνω στο σκοινί;
 
Μόνο που αποστρέφομαι την αγορά,
κοιτάζω κατάματα τη φλόγα.
Δεν είναι έπαρση αλλά
ο δρόμος που παίρνει κάποτες ο άνθρωπος
− όχι το παραδείσιο πουλί ούτε τ’ αφρόψαρο
μήτε οι δράκοι του Κομόντο
(τέρατα της ομορφιάς ή της ασκήμιας) αλλά εμείς
οι νοσταλγοί της ανθρωπιάς.
                                                Να
γιατί φαντάζεσαι πως κρύβομαι
κι ακατανόητη θαρρείς τη γλώσσα που μιλώ.

Είμαι η φωνή σου
− όχι μια πόρνη ανάμεσα σε πόρνες,
μα το χαμένο διαμάντι που γυρεύεις
και δεν τ’ ομολογείς μήτε τις ώρες που
το σύννεφο της σκόνης κατακάθεται.

Αν τολμήσεις να ’σαι μόνος
(γοερά μόνος)
τότε
θ’ αναγνωρίσεις στη φωνή μου
το θάρρος που ανακτήθηκε, της κούρασης
τη θεία κατοχή.
                          Μην ακολουθείς.
Παραδέξου το φόβο σου
και οι ρίζες δυνατές θα δέσουνε στο χώμα.
Μαζί θα σαλπάρουμε για τη Μαύρη Θάλασσα
− αυτή που λεύτερη λογιέται, όχι νεκρή.

Είναι θησαυρός η μοναξιά.

Πρέπει να γδυθείς,
να πετάξεις τα ρούχα
τούτα τα ευάγωγα πειθήνια φτερά
τόσο πρόθυμα στην κολακεία του αγέρα.

Πληθαίνουν οι ερωτήσεις.
Κι η αλήθεια τόσο κοντά, τόσο μακριά
σαν το φεγγάρι που συναντάς το πρωί
πρόσωπο σκαμμένο
                                 φάτσα στο δικό σου.
Όμως εκεί
στην πιο ανήλεη ερημιά
στρώνει να δειπνήσεις η Αγάπη.


                      Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης
                                                         8.9.2013






Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Pablo Picasso, «La Mort d'Arlequin», 1906 
(gouache and pencil on board, 68.5 x 96 cm, private collection).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.




Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954. Σπούδασε στην Πάντειο Πολιτικές Επιστήμες. Εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος σε ασφαλιστική εταιρία ώς την συνταξιοδότησή του. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές. Τελευταία του ποιητική συλλογή Η χώρα που δεν τιμωρεί (εκδόσεις "κουκούτσι" 2019). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά μεταξύ των οποίων, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, ΠΟΙΗΣΗ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ καθώς και στην εφημερίδα ΑΥΓΗ. Ποίημά του θα συμπεριληφθεί στο ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ που ετοιμάζουν οι εκδόσεις Μαΐστρος ενώ στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Πολύμνια, ARS POETICA" θα αναρτηθούν ποιήματά του μεταφρασμένα και στα ισπανικά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου