Α. Πειραγμένος μύθος
τον έκανε πλεούμενο, το υφαντό ιστίο
έκοψε τα μαλλιά, το ένα στήθος
έδωσε τον Τηλέμαχο σε ανάδοχη οικογένεια
με την καυτή της πόρπη το αριστερό έβγαλε μάτι
ήθελε να περάσει απαρατήρητη ανάμεσα στους Κύκλωπες
να βλέπει τη μισή ομορφιά της Καλυψώς
τα μισά νάζια στην αρχή
χάδια μετά του Οδυσσέα.
έσταξε στ’ αυτιά μελισσοκέρι
να μην ακούει τους οργασμούς της Κίρκης
αράχνη πάνω από την κλίνη τους υφαίνοντας εκδίκηση.
πίσω απ’ τα βράχια
να κεντρώσει μ’ όλο το
δηλητήριο
τον λευκό αστράγαλο της Ναυσικάς
καθώς έσκυβε να πιάσει το τόπι
τη στιγμή που εκείνος
ξυπνούσε άντρας.
ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
Κρεμόταν απ’ τον ουρανό
από μια κόκκινη κλωστή
από της Νύχτας το σπασμένο χέρι
πάνω απ’ το δάσος των ανθρώπων
χέρια κλαδιά και δόντια κοφτερά
αχ, και πώς την πεινούσαν!
Φεγγάρι από πάνω της δρεπάνι
χλωμό ξεματωμένο διψούσε για κορίτσι.
Ήθελε να το πιει και να χορτάσει
αίμα και παραμύθια.
ΙΧΘΥΟΣΚΑΛΑ
Μ’ ένα κρυμμένο ματζετάκι στο τσεπάκι
ανεβαίνεις τη σιωπή.
Αφήνεις πίσω σάρκα, οστά, όγκο
ψίθυρους.
Δεν έχει ήχο το δάκρυ.
Ανεβαίνεις τη σιωπή.
Αφήνεις πίσω
την ενήλικη ζωή
την παιδική ηλικία.
Τώρα θα χορεύεις τα στάχυα
θα θηλάζεις το γάλα της αρχέγονης συκής
στο ένα στήθος εσύ
στο άλλο πουλιά
βουβά πουλιά ευτυχισμένα.
Πιο κει γλάροι σε κυκλικούς χορούς
καθώς οι αλιείς του ουρανού
μαζεύουν τα γεμάτα δίχτυα τους
από το βάθος της φρέσκιας ψαριάς σκισμένα.
PLACEBO
Βάζει στη θέση της οξαλιπλατίνης
−στο τελευταίο στάδιο
ξέρει δεν κάνει τίποτα−
ένα πικρό κουκούτσι λεμονιού.
Θέλει την άνοιξη στο χώμα
τα βράδια
να μοσχοβολά λεμονανθός.
Παναγιώτα, θάλαμος 313, κρεβάτι 1
ΝΕΡΑΝΤΖΟΥΛΑ
Μνήμη
Γιώτας Αργυροπούλου
Φλέβες φουσκώνουν φρικτά φραγμένες
νερά
νεράντζια και άνθη
δέντρα δίφορα, τρίφορα, παράφορα
πλέουν μνήμες, πνέουν χίμαιρες, χιονίζουν πέταλα.
Ένα νεραντζοκόριτσο παντρεύεται
το χώμα
μαλακό αλλάζει πλευρό
προς τη μεριά του χιονιού
πού ’ναι τ’ άνθη σου νεραντζούλα;
Μια πατρίδα σχεδιάζει την Έξοδο
με τρόπο αδέξιο, αδιέξοδο
η ελπίδα κλεισμένη σε κουκούτσια πικρά
χρόνια δίσεκτα, τρίσεκτα, μα η άνοιξη καλπάζει
στο μάρμαρο πέταλα.
ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ
Σε κλαδιά
κρεμασμένα
στραγγίζουν η λύπη το ταξίδι
τα όνειρα.
Κορμιά
φωσφορούχα λιπάσματα λύκων
στεγνά
τους χειμώνες δίχως χυμούς
στο χιόνι θαμμένα
την άνοιξη μάρτη στο χέρι περνούν
βελάζουν αναστημένα.
Παπαρούνες μια κόκκινη θάλασσα
δεν είναι λουλούδια σπαρμένα
φυτρώνουν
μονάχα σταγόνες
κορίτσια
πικρά
τα όνειρά τους σφαγμένα.
Από τη συλλογή «Φυτρώνει άγρια ζάχαρη», εκδ.
Κουκκίδα, 2021.
τον λευκό αστράγαλο της Ναυσικάς
καθώς έσκυβε να πιάσει το τόπι
από μια κόκκινη κλωστή
από της Νύχτας το σπασμένο χέρι
πάνω απ’ το δάσος των ανθρώπων
χέρια κλαδιά και δόντια κοφτερά
αχ, και πώς την πεινούσαν!
χλωμό ξεματωμένο διψούσε για κορίτσι.
αίμα και παραμύθια.
Β. Πικρό μέλι
ανεβαίνεις τη σιωπή.
Αφήνεις πίσω σάρκα, οστά, όγκο
ψίθυρους.
Δεν έχει ήχο το δάκρυ.
Αφήνεις πίσω
την ενήλικη ζωή
την παιδική ηλικία.
θα θηλάζεις το γάλα της αρχέγονης συκής
στο ένα στήθος εσύ
στο άλλο πουλιά
βουβά πουλιά ευτυχισμένα.
καθώς οι αλιείς του ουρανού
μαζεύουν τα γεμάτα δίχτυα τους
από το βάθος της φρέσκιας ψαριάς σκισμένα.
−στο τελευταίο στάδιο
ξέρει δεν κάνει τίποτα−
ένα πικρό κουκούτσι λεμονιού.
τα βράδια
να μοσχοβολά λεμονανθός.
Γ. Flora Clandestina
νερά
νεράντζια και άνθη
δέντρα δίφορα, τρίφορα, παράφορα
πλέουν μνήμες, πνέουν χίμαιρες, χιονίζουν πέταλα.
το χώμα
μαλακό αλλάζει πλευρό
προς τη μεριά του χιονιού
πού ’ναι τ’ άνθη σου νεραντζούλα;
με τρόπο αδέξιο, αδιέξοδο
η ελπίδα κλεισμένη σε κουκούτσια πικρά
χρόνια δίσεκτα, τρίσεκτα, μα η άνοιξη καλπάζει
στο μάρμαρο πέταλα.
κρεμασμένα
στραγγίζουν η λύπη το ταξίδι
τα όνειρα.
φωσφορούχα λιπάσματα λύκων
στεγνά
τους χειμώνες δίχως χυμούς
στο χιόνι θαμμένα
βελάζουν αναστημένα.
δεν είναι λουλούδια σπαρμένα
φυτρώνουν
μονάχα σταγόνες
κορίτσια
πικρά
Έργο εξωφύλλου, εικαστική επιμέλεια: Φωτεινή Χαμιδιελή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου