Ο ποιητής Κώστας Κουκούλης
(15 Ιανουαρίου 1955 - 18 Φεβρουαρίου 2021)
Μια πρώτη γνωριμία
γράφει ο Χρήστος Τουμανίδης
Ο ποιητής Κώστας Κουκούλης έζησε τα πιο πολλά από
τα 65 χρόνια της ζωής του εκτός Ελλάδας, στη Σουηδία και εξ αυτού κυρίως του
λόγου, αλλά και της ιδιαίτερης φύσης του (σεμνός, μοναχικός, απέφευγε συνειδητά
την προβολή) είναι σχεδόν άγνωστος στην πατρίδα του. Αυτό ακριβώς το κενό
έρχεται να καλύψει, μεταθανάτια, αυτό το πρώτο αφιέρωμα στη σπουδαία, όπως θα
διαπιστώσετε, ποίηση του. Αλλά, δεν θα μείνουμε μόνο σ’ αυτό, θα ακολουθήσει
αργότερα ένα πιο εκτενές και πιο πλήρες αφιέρωμα (που ετοιμάζεται ήδη) και που
θα περιλαμβάνει ―εκτός από την ποίηση του― και τις άλλες πτυχές της δημιουργίας
του, που αφορούν το δοκίμιο, την κριτική, τις μελέτες και την μετάφραση.
Πολύτιμες, ασφαλώς, όλες οι πνευματικές καταθέσεις του.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο Κώστας Κουκούλης γεννήθηκε στο Αγρίνιο στις 15
Ιανουαρίου 1955, όπου έζησε τα πρώτα
παιδικά του χρόνια, μέχρι και την πρώτη Τάξη Δημοτικού. Το 1963, η πολυμελής
οικογένεια Ευαγγέλου και Ρωμαλέας Κουκούλη με τα πέντε κορίτσια και τα δύο
αγόρια που απέκτησαν θα μετοικήσει στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση. Στην
πρωτεύουσα, ο Κώστας, που ήταν ο μικρότερος γιος της οικογένειας, θα
ολοκληρώσει τη στοιχειώδη εκπαίδευση του και στη συνέχεια θα φοιτήσει αρχικά σε
ημερήσιο και μετά σε νυκτερινό γυμνάσιο-λύκειο, απ’ όπου θα πάρει και το
απολυτήριο της μέσης εκπαίδευσης.
Ο Κουκούλης, υπήρξε ανήσυχο πνεύμα, με πολλά
καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και από νωρίς μάλιστα έδειξε την κλίση του στην
ποίηση, στα γράμματα γενικότερα και στη ζωγραφική. Έτσι, για να διευρύνει τους
πνευματικούς του ορίζοντες και τη μόρφωση του, το 1983 θα βρεθεί στη Σουηδία,
για να σπουδάσει φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Ουψάλας. Εκεί θα έχει στήριγμα
και πολύτιμο συμπαραστάτη τον μεγαλύτερο αδερφό του Χριστόφορο, ο οποίος
βρισκόταν ήδη στην πόλη αυτή από το 1978.
Ο Κώστας σε σύντομο χρονικό διάστημα θα
προσαρμοστεί στη νέα του ζωή, θα μάθει τη σουηδική γλώσσα, συμπληρώνοντας
παράλληλα και τα αγγλικά του και θα συνδεθεί
με τους εκεί Έλληνες συμπατριώτες του αναπτύσσοντας διάφορες συλλογικές
δραστηριότητες, σε θέματα κυρίως λογοτεχνικά, ποίησης, θεάτρου και εικαστικών
τεχνών. Ταυτόχρονα με τις σπουδές του, όπως συνέβαινε με όλους τους ξένους
φοιτητές της Σουηδίας, εργαζόταν περιστασιακά σε διάφορες χειρωνακτικές
εργασίες, για να συμπληρώνει έτσι τα απαραίτητα για τον βιοπορισμό του χρήματα.
Αργότερα θα εργαστεί και ως δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας, ενώ όλο αυτό το
διάστημα, όπως ήταν φυσικό, θα γράφει ποίηση, δοκίμια, άρθρα, μελέτες και, όταν
πλέον θα μάθει με επάρκεια τα σουηδικά, θα ασχοληθεί με ζήλο και με τη
μετάφραση, μεταφράζοντας κείμενα από τα ελληνικά στα σουηδικά και αντίστροφα.
Υπήρξε σημαντικός παράγοντας στα πολιτιστικά δρώμενα της ελληνικής παροικίας
στην Ουψάλα και με την ποιότητα του χαρακτήρα του, το πηγαίο χιούμορ που
διέθετε, και την πνευματική καλλιέργεια του, θα κερδίσει την αγάπη και τον
θαυμασμό όλων των συμπατριωτών του, αλλά και πολλών Σουηδών της Ουψάλας και της
Στοκχόλμης.
Με το παρόν σύντομο αφιέρωμα στον Κώστα Κουκούλη,
ευελπιστούμε πως ο αναγνώστης θα πάρει μια αρκετά καλή γεύση της ποίησης του,
αλλά και της πνευματικής ιδιαιτερότητας του, και είμαστε βέβαιοι πως η γνωριμία
αυτή θα γίνει πλατύτερη και βαθύτερη μέσα από το επόμενο, όπως είπαμε και πιο
πάνω, δεύτερο και πληρέστερο Αφιέρωμα που ετοιμάζουμε αυτό τον καιρό, όλοι εμείς
οι φίλοι του.
Κλείνοντας το παρόν σημείωμα αξίζει πιστεύω να
αναφέρουμε δυο λόγια σχετικά με το αδόκητο και άδικο τέλος του τιμώμενου. Τα
δύο τελευταία χρόνια της ζωής του (2019-2020), ο ποιητής, σκεφτόταν σοβαρά την
παλιννόστηση του και είχε πάρει μάλιστα τη μεγάλη απόφαση, να επιστρέψει στην
Ελλάδα. Πλην όμως δεν επέστρεψε… Τον πρόλαβαν, μας πρόλαβαν τα γεγονότα και ενώ
είχε προμηθευτεί από νωρίς το αεροπορικό του εισιτήριο, τον βρήκε όπως βρήκε
και όλους εμάς, η Πανδημία και ο συνακόλουθος Εγκλεισμός. Ματαίωσε λοιπόν το
ταξίδι για την πατρίδα του, και τι θλιβερό!... έκανε, ξαφνικά το «άλλο ταξίδι»,
το Τελευταίο της ζωής του, αυτό που δεν έχει γυρισμό, μέσα στο ασθενοφόρο που
τον μετέφερε εσπευσμένα στο νοσοκομείο της Ουψάλας, όπου ήρθε το μοιραίο! Τον πρόδωσε,
και σταμάτησε εκεί ακριβώς, η τρυφερή και απέραντη καρδιά του!
Ο Κώστας Κουκούλης όμως είναι εδώ, και θα είναι
για πάντα μαζί μας μέσα από την ξεχωριστή και δυνατή ποίηση του. Καλή ανάγνωση
λοιπόν!
===============================================
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ποίηση
1.
Δύο Κύκλοι Ποιημάτων (1972-1984),
Αθήνα, 1984
2.
Μεσιτεία της Νύχτας, Αθήνα, 1986
3.
Κομιστής του Παρόντος, Αθήνα, 1988
4.
Κάτοπτρα και Αντηχήσεις (21
τραγούδια), Στοκχόλμη, 1997
5. Ειδωλοσκόπιο, Αθήνα/Στοκχόλμη, 1999
6. Med nattens Formedliving/Dikter, Uppsala, 1975
(Εκλογή
ποίησης του, στα σουηδικά)
--------------------------------------------------------------------------------
Δοκίμιο, μελέτες, έρευνα
1.
Γιάννης Ρίτσος, Μία προσέγγιση στη
ζωή και στο έργο του,
Στοκχόλμη 1994
2.
Γιάννης Ρίτσος, Μια προσέγγιση
(δεύτερη έκδοση, επαυξημένο)
Στοκχόλμη, 2009
3.
Οδυσσέας Ελύτης, Ένα περίγραμμα,
Στοκχόλμη, 1997
4.
Σκιαγράφημα Διονυσίου Σολωμού
(1798-1857),
Στοκχόλμη, 2000
---------------------------------------------------------------------------------
Μεταφράσεις
1,
Χερεμίας Πενάγιο, Ρουλίτο, Ουψάλα,
1997
2, Christos Toumanidis, Stundernas Mytologi/Dikter, Stockholm,
1997
2.
Κώστας Κουκούλης-Ξενοφων Παγκαλιάς, Lars Noren Nattvarden (Η Αγρυπνία), Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη, Χανιά, 2010
---------------------
Έγραψε
ακόμη μια σειρά άρθρων και δοκιμίων, λογοτεχνικού περιεχομένου, σε ελληνικά
περιοδικά.
Επίσης,
επιμελήθηκε βιβλία και θεατρικά έργα.
============================================
Ανθολόγιο ποίησης του
Κώστα Κουκούλη
=================================
Από τις συλλογές του:
1. ΔΥΟ ΚΥΚΛΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
(1972-1984), 1984
2. ΜΕΣΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ,
1986
3. ΚΟΜΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ,
1988
4. ΕΙΔΩΛΟΣΚΟΠΙΟ, 1999
======
1
ΔΥΟ ΚΥΚΛΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
(1972-1984)
ΚΑΘΕ
ΑΥΓΗ
Ελλάδα,
κάθε
που χαράζει πάνω από το σώμα σου
καμιόνια
παίρνουν τα όνειρά σου στα κρυφά
σε
σκουπιδότοπους απρόσιτους για να τα πάνε.
Τα
δειλινά σου στέκουν
σαν
να μη βαφτίστηκαν ποτέ
σε κολυμπήθρες ποίησης
κι
ευνουχισμένα τα σήμαντρα όπου στο κράμα τους
ο
μέλλοντας χρόνος σου αντηχούσε.
Έρρει
τα κάλα. Τα μάρμαρα μαύρισαν,
τα
αγάλματα μετανάστευσαν
και
το φαράγγι στροβιλίζει στο χάσμα του
τη
φθίνουσα ηχώ μιας αρχαίας φωνής.
Και
τώρα το άγγελμα, ποιο;
Κάτι
περιστέρια απόμειναν
ραμφίζοντας
τη λίγη ψίχα φως
στον
δίσκο τού ήλιου
καθώς
πέφτει.
(Μόνο
τα δέντρα και το χόρτο ξέρουν:
Η
μέρα του Ανθρώπου, η μέρα σου η αληθινή
μυρίζει
χώμα. Και βροχή.)
--------
ΤΟ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΩΡΩΝ
Πάγωσε
η Νύχτα, σκέπασε τις στέγες
κλείσαν
οι καρδιές μας τα μεγάλα φώτα.
Ποιος
κρατάει εδώ τα μυριάδες άστρα
πάνω
απ’ το σκοτάδι;
Μας
πληγώνουν όρκοι που δώσαμ’ ένα δείλι
στους
λευκούς μας κύκνους, στις παλιές εικόνες.
Φέρνουν
τώρα οι ξένοι στις βαθιές τις φούχτες
τ’
άστοργα λιθάρια.
Η
φωνή εστάθη. Στο αλύχτισμά της
πάγωσαν
οι φλέβες μιας χαράς μας άλλης
ίσως
πιο μεγάλης
πάνω
από τη Νύχτα, πιο κοντά στ’ αστέρια.
Θα
σημάνουν κρίνοι Ανθισμένη Ώρα
θα
λυθούν οι μέρες (όχι όπως πρώτα)
να
συντρίψουν τείχη, να χαράξουν δρόμους
με
το κόκκινο αίμα να βάψουν ουρανούς.
--------
ΠΟΡΕΙΑ
Νυχτώνει.
Η
πολιτεία στην ίδια θέση πάντα. Αμετακίνητη.
Στις
φλέβες τού πληθυσμού γαλήνη.
Αργόσυρτα
ένας ψίθυρος την έννοιά του αποκτάει ―
Το
να υποδαυλίζεις, λέει,
μιαν
επανάσταση ενάντια στη μοναξιά
ενώ
δεν έχεις σπίρτα ν’ ανάψεις το τσιγάρο σου,
μοιάζει
επίλογος αντί προλόγου.
(Ήσουν
εσύ; Είσαι εσύ;
Πού
έλειψες; Και τώρα, πώς να δείχνεις;)
Μυριάδες
υποκείμενα δωροδοκούν τον Ύπνο.
Τα
οδόσημα αχνοφαίνονται και χάνονται αμέσως.
Ανοίγω
χαραμάδες. Ανοίγω χαραμάδες
στο
σκοτάδι. Να περάσω.
……………………………………………….
Η Ποίηση, είπα,
δεν είναι όνειρο μέσα στον
ύπνο
είναι ένα τεράστιο φορτηγό
βαπόρι
που μανουβράρει μες στην
αχλύ τής ανοιχτής θάλασσας
και, είναι να πάμε μακριά
τόσο,
όσο μπορεί να φτάσει ένα ταξίδι.
Έπειτα καημούς κατέβασα
στους δρόμους ― μα
το σκοτάδι με ξεγέλασε.
Στον έρανο που έκανα
τ’ αστέρια με γέμισαν
δαχτυλικά αποτυπώματα.
Απέτυχε η γιορτή. Θυμάμαι,
τους ανθρώπους είδα
υπνωτισμένοι να περνούν
ανάμεσ’ από δεντροστοιχίες
διατρέχοντας τον κίνδυνο
τροχαίου ατυχήματος ―
να φεύγουν, να διαφεύγουν
υπνοβάτες αλλόκοτοι,
καθένας με τις επωμίδες του
και τα παιδιά του-τύψεις.
Είπα, μόνος και πάλι θα
διαβώ τον Εύριπο των αισθημάτων.
Άλλα δυο βήματα στον χώρο.
Ακόμη μια προσπάθεια.
Ποιος δρόμος;
Και τα δέντρα, ισχνά ―
σύμβολα στίχων.
Στη σκοτεινή γωνία εκεί
στον εαυτό του κλεισμένος
ένας μύθος
από αιώνες φώτιζε θαμπά το
καφενείο.
Στους τοίχους του επάνω
και στις καρέκλες του άλλοι καιροί, έδιναν
στίγμα, οστά και πρόσωπο αποκτούσαν,
ρούχο ― απόμακροι καιροί,
σαν κοιμητήρια υγρά, που
’ναι βαθιά στη λήθη χωνεμένα.
Στα χνώτα των τζαμιών του
σχεδίαζε το νυν η εφηβεία
και άναβε με του δικού της
πόνου το κερί ένα τσιγάρο
ενώ στην άπνοια της νύχτας
αργά αργά ο καπνός
ταξίδευε κατά το μέλλον το
μήνυμα.
Παράμερα, σε μια λακκούβα
σκοτεινό νερό, ένα αστέρι μακρινό,
ναρκισσευόταν ―
αντικατοπτρισμός μοναξιάς και
κάπου, βυθισμένα στο
μυαλό, τα νησιά
πράσινα, λευκά, γαλάζια
και αυτά τη νέα να
προσμένουν αριθμητική μας.
Στην ησυχία κάποτε
θόρυβοι από γυαλιά που
έσπαζαν
τη νύχτα κομματιάζοντας
–δεν ξεχώριζες το σκοτάδι
απ’ το αίμα– ή και φωνές,
ζητωκραυγές που έρχονταν
και έφευγαν, που
ξανάρχονταν και αναιρούνταν.
Ρώτησα, ποιος είν’ εκείνος
που δωροδοκεί;
Και η μνήμη, Κυνέγειρος,
πάσχιζε να συγκρατήσει
κάποιες στιγμές και
λάμψεις.
……………………………………………….
Σε
λίγο, μια νέα θα ανθίσει μέρα
η
πρωινή κυκλοφορία θα βουΐσει
θα
βάλει τα καλά της η καθημερινότητα.
Εγώ,
με μισόσβηστα τ’ άυπνα μάτια μου
θα
εξακολουθώ να ωθούμαι προς μια νέα διέξοδο.
Η
καρδιά μου στο σώμα μου θα πάλλει
ποίημα
επίμονο
μέσα
σ’ ένα κλονιζόμενο, παλιό λεωφορείο.
===============================
Προμετωπίδα από τη "Μεσιτεία της Νύχτας" |
2
ΜΕΣΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
1986
ΕΡΧΟΜΟΣ
Όμορφη
απόψε η Αθήνα.
Από
τσιμέντο και σελήνη.
Μέσα
στη μυστηριακή της μάζα να εισχωρείς
Όπως
θα ερχόσουν από πλανήτη άλλο
Ή,
καθώς θα επέστρεφες μια νύχτα στο χωριό σου.
Οι
σακούλες με τα σκουπίδια πλάι στην είσοδο.
Μια
γάτα τις μυρίζει. Ψάχνει, γλείφει.
Άφαντος
ένας σκύλος αλυχτάει τη σκοτεινιά.
Έτσι
γεννιέται το ποίημα.
--------
ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ
Στον Κωστή Παπακόγκο
Γύριζε
σε όλα τα χωριά.
Μιλούσε
τη γλώσσα των ανθρώπων.
Αυτοί,
χωριάτες, θρήσκοι χωρίς λόγο
Μπερδεύουν
τον ουρανό με τη γη.
Δεν
καταλαβαίνουν τίποτα.
Τώρα,
τον γυροφέρνουν
Στην
κρύα τσιμεντένια πλάκα
Που
τον έχουν αποθέσει μισόγυμνο.
Ολόκληρη
μια ζωή, κατάκοποι.
Δεν
έχουν δέος. Κι ο Χριστός, ή θα ’ναι
Ιουδαίος,
ή δε θα ’ναι Χριστός.
Καίγεται
εκεί μπροστά τους.
Τον
γυροφέρνουν. Κανείς τους -
Δεν
απλώνει κανείς να σφαλίσει
Τα
μάτια του Τσε Γκουεβάρα.
Τότε κι αυτός
Σαν
αθέατος, σηκώνεται
Μειλίχιος
ανάβει το πούρο του, και
Ήσυχα
παίρνει το βήμα του
Κατά
του βλέμματος του τη φορά:
Τον
ανηφορικό χωματόδρομο που τραβάει
Ψηλά
πολύ πιο πάνω από τις καλύβες
και τη βλάστηση.
Στις
τρεις μέρες, θα ξανάρθει.
--------
ΑΙΩΡΗΣΗ
Από
ψηλά κοιτάζοντας σαν έτοιμος να πέσεις
Ή
να πεις μια περίληψη της ζωής σου.
Μόνος,
μ’ ένα νόημα σκληρό.
Από
ψηλά κοιτάζοντας. Μια στέγη, δυο στέγες
Όπως
θα μέτραγες τις ώρες τις ακάλυπτες
Άλλων
ημερών.
Στυγνή
στιγμή.
Και
το χάσμα της απόστασης
Μεγεθυμένο
αίσθημα.
Στρέφεις
ψηλά στο γαλάζιο
– να!
το μέλλον, λες
Με
το μικρό του σύννεφο. Κι ακόμη
Ένα
σημείο απροσδιόριστο μέσα στις εποχές.
Η
φευγαλέα ματιά και η φευγάτη ελπίδα.
Κρατάς
τα γκέμια
Καταμεσής
της γκρεμισμένης γέφυρας.
Αιώρηση
πάνω απ’ το ποτάμι.
Χαλασμένος
καιρός.
--------
ΠΡΙΝ
ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΜΑΣ
Στον Χρήστο
Τουμανίδη
Όταν
τα δειλινά του φθινοπώρου σβήνουν, περνάει
Ο
άνεμος κι αφήνει άηχους κλυδωνισμούς σημάντρων.
Μια
εμπεριστατωμένη σιωπή.
Και
είναι πάλι η ώρα οχτώ των σταθμών
Με
τον ευθύ προβολέα
που σέρνει πίσω του τα μαύρα βαγόνια.
Το
τρένο. Το τρισυπόστατο σφύριγμα.
Και
πάντα για την Κατερίνη.
Φτάνεις
και δεν αποβιβάζεσαι. Με το ‘να πόδι μετέωρο.
Αστάθμητος.
Και τότε, μονοδιάστατος ήχος
Η
παραλυτική φωνή του παγονιού
τροχιά διαγράφοντας πάνω απ’ την πόλη
Έρχεται
το βέλος τη φλέβα σου να τρυπήσει.
Στην
άλλη άκρη ξέρω, στην άλλη άκρη ξέρεις:
Το
τρένο δε θ’ αλλάξει πορεία στην επιστροφή.
Μεσ’
απ’ τους ατμούς της μηχανής, σκυφτός ο αγωγιάτης
Εκεί
όπου καρφώθηκες, έτσι όπως στέκεις
σου
ξαναφέρνει τις αποσκευές:
Μηνύματα
που άφησε ο άνεμος
Πριν
τη θραυσμένη σιωπή.
Το
σφύριγμα του τρένου και η κραυγή του παγονιού.
Η
παγωμένη νύχτα με τα τραύματα. Με τα φράγματα.
Κι
όλα που τώρα πιο ευδιάκριτα τ’ ακούς
Μες
στο σκοτάδι να σου λένε: «Δεν έχουμε ρίζες!»
Τ’
ακούς; Ρίζες δεν έχουμε!
«Από
μακριά και από ψηλά και από το βάθος της αιτίας».
====================================================
3
ΚΟΜΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΌΝΤΟΣ
1988
Ήρθε λοιπόν, μια ξαφνική,
μια σκοτεινή στιγμή καλοκαιριού
και
άρχισε να μας λέει παλιές, τριμμένες ιστορίες,
όπως
κι αυτές που σήμαιναν τα χνάρια που άφησαν στην άμμο
τσιγγάνες
πιο όμορφες κι από αστέρια.
Παλιές,
τριμμένες ιστορίες, που όμως, δεν τις είχαμε
ακούσει
ποτέ· μονάχα που ξέραμε την ύπαρξη τους·
ότι
είχαν ειπωθεί χιλιάδες φορές.
Και
είχαν πράγματι ειπωθεί από στόματα αγαθά
χιλιάδες
φορές μέσα στο κύλισμα του χρόνου
και
των σκοταδιών.
Εικόνες
με περιστέρια και κρύσταλλα
και
περιστέρια με όνειρα
και
κρύσταλλα με εκλάμψεις φωτός χωρίς αιτία, χωρίς πηγή
―
όπως, στο κηροπήγιο το αναμμένο το κερί:
αιτία
του εαυτού του, ο εαυτός του·
αιτία
της λάμψης του, η λάμψη του.
Μια
φλόγα μικρή η φωνή του, ανάδιδε το βραδινό καλοκαίρι
και
ήταν ο κόσμος που οι λέξεις του στοίχειωναν,
το φεγγάρι.
Και
το φεγγάρι, όπως μυστηριακά υπαρκτό πνεύμα
απαλά
κυματίζοντας μες στο νυχτερινό νερό.
Νερένια
νύχτα καλοκαιρινή, σαν σ’ έναν κόσμο άλλο.
Κι
έτσι ακούστηκε αυτός με τη φλογέρα
να
μιλάει για τη ζωή του―
--------
Ποιητική αδεία, μπαίνω
στον κόσμο αλλιώς.
Μετρώ
το βάρος μου και στους ανέμους αφήνομαι―
Μέσα
στα σύννεφα τραβώ και πληθαίνω.
Γνωρίζω
τ’ αλώνια όλων των καιρών ―και
πότε
πότε έρχομαι πουλί στης νύχτας το παράθυρο
για
να διαβάζω των νήπιων τον ύπνο τον βαθύ.
Ξέρει
το κάθε αγκάθι η όψη μου.
Μπορώ
να πλέω στων εποχών τις πολυδαίδαλες συρμές
τους
χτύπους ν’ ακούω των βυθισμένων ρολογιών
και
να κεντώ αστέρια στο δέρμα των ωρών.
Τις
νύχτες είμαι πάλι εγώ που ακούγομαι
να
χτυπάω τα τύμπανα σε ρυθμό βροχών τροπικών
και
να ρίχνω τα δέντρα που σάπισαν.
Με
εγχαράγματα παλαιών χαραμάτων στη μνήμη
με
μια πληγή κάτω από τα λευκά μου άμφια
―η σκοτεινιά που μ’ έχει νοτίσει ως το κόκαλο―
σε
ισορροπία στου μελλοθάνατου το τεντωμένο σκοινί
υπνοβατώντας
έρχομαι βαθιά από τα δάση
με
λάσπη θαυμάτων στα χέρια μου.
Καθώς
κοιμάστε, αλείφω τα σφαλιστά σας βλέφαρα
μήπως
και δείτε όνειρα ―τα πιο όμορφα.
Σαν
ξημερώνει, η όραση σας ένα ποτάμι
με
παρασέρνει ορμητικά. Ίδιον πάντα.
--------
ΕΥΡΥΦΑΕΣΣΑ
Ωκεάνιος ουρανός
μ’ έναν ήρεμο λευκό καπνό
το γαλάζιο του ν’ ανεβαίνει.
Απροσδόκητα περνάει ένα
πουλί
―καθώς
κοιτάζω
το πλαίσιο του παραθύρου
μεγεθύνεται
και του ρολογιού ο
άδειος χτύπος
ούτε που ψυχραίνει το
κόκκινο αίμα.
Από το μέσα βλέποντας―
Είσαι αυτά τα πρόσωπα.
Είσαι αυτό το φως.
Στα μάτια σου η θάλασσα
τα στιλπνά της βότσαλα
κροταλίζει
κι απλώνουνται γαλήνια
τοπία του χιονιού
ως μέσα στα βάθη του
μυαλού σου τα φωτεινά
όπου οι σκέψεις
εξορύσσονται.
Μήτρα των πράσινων ημερών
του Δεκεμβρίου
που δεν γνωρίζεις το
καλό
ούτε και το κακό
καταλυτική είσαι―
Πράξη φωτός
πάνω σε ήμερες ράχες αρνιών
και λόφων
στο πέρασμα το γρήγορο
ενός αυτοκινήτου, δυνατή
και εκθαμβωτική στο τζάμι
τού απέναντι σπιτιού
καθώς αυτό ανοίγει
απότομα―
Στο ακαριαίο χτύπημα του
κεραυνού
γεννάς μια
καταιγίδα
ανάβεις τ’ άστρα των
παιδιών και τον έρωτα φέγγεις.
Ο υδράργυρος δεν μπορεί ν’
ανέβει το σώμα σου.
Στο στόμα σου ο κόσμος
γίνεται ενάρετος.
==============================================
4
ΕΙΔΩΛΟΣΚΟΠΙΟ
1999
ΤΟ
ΕΝΟΧΟ ΤΟΠΙΟ
η
διάταξη φθόγγων μουσικής
η
αφαίμαξη των αγγείων χρωμάτων…
Φθινόπωρο
έμοιαζε
εποχή
δίχως το ύφος της πληρότητας
από
μυριάδες πτώσεις χρυσίζουσες
μια
συνηχία
και
’συ, μακριά στην απόσταση ένιωθες
την
ακριτόμιθη βροχή που νότιζε
τον
ύπνο των βρεφών
θα
’ρθει η ώρα… η ώρα έρχεται…
η
ώρα ήρθε… είναι η ώρα…
Πού
να βρίσκονταν θαμμένοι
οι
θησαυροί του πρώτου εκείνου ύπνου σου;
Πορεύτηκες,
εξέτασες.
κούφια
των δέντρων τα κορμιά
και
τα θολάμια άδεια…
Έστριψες.
Τα χνάρια σου
άφαντα
στη λάσπη. Και ολόγυρα
ρυάκια
και λιμνούλες. Νερά νεκρά
του
υποσχεμένου.
Σεπτέμβριος ’93
--------
ΜΟΥ
ΑΡΕΣΟΥΝ τα βουνά επειδή διαρκούν
αγαπώ
τις θάλασσες γιατί μου μιλάνε»
και
αν λατρεύω τον ουρανό
είναι
που κάνει τη γη αισθητότερη.
--------
ΑΝΑΜΕΣΑ
στον ουρανό και τα μάτια μου
φυτρώνει
πότε πότε ένα λουλούδι. Όταν νυχτώνει
αυτό
αλλάζει όνομα καταγωγή και σχήμα ―
το
πλησιάζω το αγγίζω και του λέω:
Βλαστήσαμε
μαζί Soledad.
Μπορώ
να χαϊδεύω αδιάκοπα τον ύπερο σου.
Τα
πέταλα μοσχοβολάνε.
(Από
την άλλη, κάτι τέτοιες ώρες
βρίσκω
πως θα ήταν εξ ίσου ρομαντικό
και
το να σφάξεις λόγου χάρη, έναν σκύλο)
--------
ΡΟΗ
Μπροστά
στον καθρέφτη
ξετυλίγεις τις γάζες
γύρω από τους καρπούς σου
όμως
την
ίδια στιγμή
στο
βάθος του καθρέφτη
όπου
η θερμοκρασία κατέρχεται επικίνδυνα
πίνεις
δόσεις υδραργύρου
και
φαίνεται
μηχανικά
να τις τυλίγεις πάλι.
Άλλοτε
σε βρίσκει βράδυ κόκκινο βαθύ
μέσα
στη μήτρα
της ίδιας υπομονετικής πολυκατοικίας
μ’
ένα κομμάτι από τον ίδιο καθρέφτη
να
ξεκοιλιάζεις σύννεφα.
Νοέμβριος, ’93
===============
Χρήστος Τουμανίδης
(Δεκέμβριος 2021)
===================================================
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου