Τριτεύουσες τις λέει ο πολιτισμός μας,
κύριε Πέην
Να σας συστηθώ κύριε
Πέην.
Δεν έχει σημασία που δεν
είμαι ολόκληρος. Αλήθεια, ποια ήταν η τελευταία φορά που συναντήσατε κάποιον
ολόκληρο κύριε Πέην; Εμένα δε μου συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Συνέβησαν γεγονότα
γεωδυναμικά και αλλαγές. Άνοιξε η Κιβωτός, πνίγηκαν ανώνυμοι οι πιγκουίνοι, το
ρήγμα ταυτίστηκε με την ακεραιότητα κι ο Θεός τέτοια εντολή δεν είχε δώσει.
Συγγνώμη κύριε Πέην, δε
σας έδειξα και ταυτότητα, θα με πείτε ανάγωγο, σα να μην είμαι Καρχηδόνιος.
Σώμα εκτός σώματος, φαλίρισα κύριε Πέην, αυτό νομίζω χρειάζεται να θυμάστε από
εμένα.
Μια παλιά φωτογραφία μου
καιροφυλακτούσε σε μια πόλη πολύ μακριά από ’δω, φορούσα αστέρια στο πουλόβερ,
ήμουνα σίγουρα εγώ και μ’ αγαπούσαν τα κορίτσια. Φόραγα φτηνή κολώνια τότε
κύριε Πέην, τα πρωινά αργούσα να ξυπνήσω, η Telesystemet δε μου έστελνε μηνύματα
κι όμως η ύπαρξή μου δεν είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση, αχ σας παρακαλώ μη μου
μιλήσετε ποτέ σας άσχημα.
Είστε παράδοξα ο
ιδανικός ακροατής, μιλάτε τους μαιάνδρους, στη χάση και στη φέξη πετυχαίνω πια κάποιον
σαν κι εσάς, να σας τρατάρω κάτι κύριε Πέην ή είστε βιαστικός; Ξέρετε θα έβαφα
το σπίτι μου κύριε Πέην, θα ήταν πιο ωραίο, θα σας έλεγα να μείνετε κιόλας αν
το επιθυμείτε, μα δεν το κάνω γιατί όπου να ’ναι θα το αφήσω, θα πάω σε δυάρι
κύριε Πέην, ναι. Θα το στολίσω, θα το κάνω όμορφο κι έξω θα βρέχει. Θα σας πω
τότε να έρθετε, θα σας κεράσω μπράντυ, να γίνουμε φίλοι κι εσείς να μου φέρετε
έναν καθρέφτη. Σώθηκαν οι καθρέφτες κύριε Πέην. Είμαστε πια μόνο το ύψος μας,
φωνάξαμε τόσο που μείναμε μισοί.
Ντριν το κουδούνι, να
’στε πάλι, εγώ κάνω την πρωινή γυμναστική μου τώρα, ένα-δύο-τρία, χοπ, ελάτε
πάλι αύριο, τώρα θα πεθάνω κύριε Πέην.
Η χώρα των λωτοφάγων
Δεν είναι ότι έχασα,
απλά έπεσαν οι αξιωματικοί μου απ’ το τραπέζι. Τίποτα δε με τρομάζει, ούτε καν
το αν έχω καλούς γείτονες. Οι αποστάσεις δεν υπάρχουν πια άρα γιατί να έχω
καλούς γείτονες; Πόσω μάλλον όταν σου δίνεται η ευκαιρία να εκπαιδεύσεις τα
αισθητήριά σου. Νιώθεις μοναξιά; Όχι,
όχι, εγώ είμαι του θεωρητικού. Καλλιεργώ την εφήμερη κουλτούρα, ψάχνω το κέντρο
του κόσμου, πίνω λάβα καίγομαι, γκλίτερ απ’ τη Λιβύη σκόνη στα όμορφα
αποκαΐδια. Ξέρεις, προτιμώ να κάθομαι δίπλα στις κεραίες περισσότερο απ’ ό,τι
στα ηχεία. Πιάνω το κεφάλι μου κάτι φορές, θυμάμαι τις εποχές στη Δαμασκό, τι
αναμνήσεις! Τα πλεούμενα στη Βαβυλώνα, τα ψώνια στις Πιθηκούσες, τη συλλογή που
δεν καταλαβαίνω. Όταν γίνεσαι προϊστάμενος κειμένου φοβάσαι να δείξεις
συναισθήματα, συνοψίζεις τους άλλους, καταθέτεις στεφάνια στους Χετταίους και
το βράδυ χορηγείς υπογλώσσιο ντιρέκτ στην οικονόμο τη Γιαννιώ να πάει στα
παιδιά της. Επέστρεφε. Το έργο που σου δίνει χαρά, μην το γλεντάς, να το
σέβεσαι. Μην καθηλώνεσαι πάνω του, μην το ληστεύεις. Κάπνιζε· Με τα δάχτυλα
ματωμένα στα πιστεύω, με την πίστη του Πέτρου, με τα σκαμπώ για τους κοντούς,
με καμιά προσδοκία, δε σου φταίει αυτό στο τέλος-τέλος. Με αγαπάς; Μέχρι το τέλος της βαρύτητας σε αγαπάω αλλά δεν μπορώ να
υποχρεωθώ πια σε κανέναν. Γι’ αυτό η στάση; Γι’ αυτό. Όλες οι κινήσεις είναι
πιο επιφυλακτικές όταν νιώθεις μόνος σου. Μυϊκός κάματος· διαγνωσμένος. Ανάβω
τσιγάρο Πολύφημε, είσαι ο επόμενος. Σε βάζω απέναντι. Δυο λεπτά. Δυο νησιά. Δυο
ανεμόμυλοι μες στο μυαλό.
Και πάω.
Το θεώρημα της Φερμά
Σου φέρνουν ένα τηλέφωνο
και σου λένε μίλα. Απ’ τα τόσα βιβλία
στη θάλασσα παίρνεις μαζί σου Θουκυδίδη, οι ήρωές του φεύγουν στο πέλαγο κι ούτε
γυρίζουν για την πλοκή που ’ταν ταμένοι. Δε μιλάς στα δέντρα από άποψη.
Ονομάζεις το χωριό σου Αγία Φωτιά και
δεν έχει ούτε τρακόσια μέτρα υψόμετρο, είναι να ζητήσεις έλεος γι’ αυτό. Στα
παραμύθια σου το θέμα είναι η αυλή. Γνωρίζεις τι σημαίνει έλυτρο· που έρχομαι
μπροστά σου άοπλος με χέρια ανοιχτά και σου λέω κοίτα με, τα άφησα όλα, δέξου με, ντύσε με κι εσύ με κοιτάς με
οίκτο.
Τώρα που όλα αυτά
γίνονται, η εποχή μου έχασε το πολίτευμα. Κι όταν η εποχή αυτή τελειώσει, θα
βρίσκουμε σπασμένα αγγεία διερωτώμενοι για το όφελος.
Από τη συλλογή «Η εποχή του σιδήρου»,
εκδόσεις Ρώμη, 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου