Ο βασιλιάς
της καρθαγένης
Τάχα περπατούσα καταμεσίς στην κοίτη ενός
ξεροπόταμου και βρήκα λέει έναν θώρακα χελώνας κι έσκυψα να τον περιεργαστώ.
Όμως αντί την σταχτιά μούρη και τα χοντρά ποδάρια με τα σκληρά λέπια της
χελώνας είδα ένα άσπρο φιδάκι αταίριαστα μικρό μέσα στο ευρύχωρο θολωτό καύκαλο
και φαινότανε πεθαμένο. Τότε φοβήθηκα και ρίγησα από σιχασιά κι έσπασα με το
πόδι μου το χελωνίσιο καύκαλο το πάτησα με δύναμη για να χώσω το φίδι μέσα στην
άμμο και να μην με τρομάζει πια όμως το ένιωσα κάτω απ’ τη φτέρνα μου να
ζωντανεύει και να σπειρώνεται κι έτρεμε και το πατούσα παρόλη μου τη σιχασιά
και με πείσμα. Σιγά σιγά το πόδι μου χωνόταν στην άμμο χώθηκα όλος μέσα στην
άμμο όλα σκοτείνιασαν και το φίδι δε σπάραζε πια και χάθηκε. Αν ήταν παραμύθι
το φίδι θα μιλούσε ανθρωπινά και θα ’λεγε πιάσε με είμαι το κλειδί που ανοίγει
την άλλη πόρτα. Θα ήταν κάποια αφή − έτσι έλεγε ένα βιβλίο πως τα ερεθίσματα
παίζουν καμμιά φορά ρόλο στα όνειρα μάλιστα κάποιος που κοιμόταν και του
χάιδεψαν με φτερό τα χείλια και την μύτη μόλις που τ’ ακουμπήσανε ονειρεύτηκε
πως τον βασάνιζαν πως του έβαζαν πίσσα στο πρόσωπο κι ύστερα την τραβούσαν μαζί
με το δέρμα. Ύστερα ήμουν στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού και δίπλα μου ήταν
ένας άρχοντας μεγαλοπρεπής και συμπορευόμασταν αρμονικά σ’ έναν δρόμο με
επίσημα ορθωμένο κεφάλι και τριγύρω παντού ένα πλήθος αόρατο κι άφωνο
επευφημούσε ενθουσιασμένα εμάς τους δυο τους ξεχωριστούς. Ο δρόμος τέλειωνε και
βρεθήκαμε μπρος σ’ ένα χάος κι έσκυψα να δω. Είδα την γη χαμηλά πολύ μακρυά
κάτω τόσο που έβλεπα την στρογγυλότητά της κι όσο κι αν έγειρα δεν έβλεπα
τίποτε που να ενώνει εκείνο τον υπερκόσμιο εξώστη όπου ήμουν ανεβασμένος με την
γη. Όταν κοίταξα τα πλαϊνά μου είδα πως ήμουν πάνω σ’ έναν βράχο που έμοιαζε με
πολύτιμο λιθάρι και τα ακανόνιστα μικρά επίπεδα της επιφανείας του
αστραφτοκοπούσαν στο φως κάποιου αθέατου ήλιου κι αγνάντευα πάντα την μακρυνή
γη. Ήταν ένα απερίγραπτο αίσθημα ελευθερίας μια φωτεινή αίσθηση αποδέσμευσης
και λυτρωμού ήμουν σε πλήρη έξαρση ήμουν ένας τεράστιος πνεύμονας γυμνός που
αχόρταγα ανέπνεε τον καθαρό αέρα και μεγάλωνε μεγάλωνε άπλωνα ανεμπόδιστα την
ύπαρξή μου πάνω στον ουράνιο βράχο μιαν ασύνορη αστρικήν ύπαρξη συνέχεια
διαστελλόμενη. Το βάραθρο που έχαινε κάτω μου δεν με φοβέριζε δεν μου έφερνε
ίλιγγο ίσα ίσα τόνιζε την εξωγήινη μεταρσίωσή μου. Ύστερα ηχήσαν πολλές μακρυνές
χαρούμενες σάλπιγγες κι ο άρχοντας στο πλάι μου είπε μ’ ευγενική φωνή καιρός ν’
ετοιμαστείς για την στέψη θα σε κάνουμε βασιλιά της Καρθαγένης. Στο τέλος τ’
όνειρο ξέφτισε έσβησε μπερδεύτηκε με σκηνές φτηνές κι ανόητες καθώς συχνά
γίνεται στα όνειρα που έχουν κάποια ασυνήθιστη διάρκεια. Ήτανε μια δροσιά που
ήρθε με τρόπο που δεν περίμενα καθόλου και μου πράυνε το μυαλό και την ψυχή και
την άλλη μέρα ένιωθα ευφορία κι ευεξία πρωτόγνωρη κέφι και αισιοδοξία. Εκείνη η
έστω στ’ όνειρο μεγαλειώδης ανάταση η κορυφωμένη στο ανώτατο ευτυχισμένη αποθέωση
ήταν μια μετάγγιση ζωής που έκανε η ψυχή μου στον ίδιο της τον εαυτό και δεν
έψαξα ν’ αναλύσω αυτή την απρόοπτη ενύπνια ψυχική στροφή και να δικαιολογήσω
αυτό τ’ ορμητικό ξέσπασμα της μεγαλομανίας και μονάχα χαιρόμουν η χαρά μου ήταν
πλατειά και σταθερή σαν την σίγουρη χαρά που καταλείπει σαν περάσει ένας
ενθουσιασμός. Το μυαλό μου ξαναγύρισε στον Πεισίστρατο ξαναμμένο. Γιατί ο
Πεισίστρατος είναι το μεγάλο μου βήμα το μεγάλο και το πρώτο. Θα τον ξαναγράψω
από την αρχή και θα τον απλώσω θα τον κάνω καλλίτερο και φοβερώτερο γιατί έτσι
πρέπει να γίνει γιατί αλλοιώς θα πεθάνω. Θα τον αλλάξω
Από το βιβλίο «Πεισίστρατος» (1960).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου