ΛΟΓΟΣ
Ζ'
ΤΟ
ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΚΑΚΑΒΑΣ
(αποσπάσματα)
(αποσπάσματα)
– Γύφτε
λαέ, άκουσέ µε· το πρωτόσταλτο είµαι
σηµάδι
από την πλάση που θα’ρθεί,
κ’
ύστερα κι από ποιούς καιρούς και χρόνια
πόσα!
Ένας
εγώ, και ζω για χίλιους.
Γύφτε
λαέ, άκουσέ µε, δε σου µίλησε
προφήτης
σου ποτέ σαν τη δική µου γλώσσα.
Ποιός
είναι αυτός που πύργους χτίζει στον
αέρα
µε
τη φωνή του κράχτη και µοιράζει µας
βασιλικά
τα κάστρα, κι άπρεπων ελπίδων
ίσκιους
µπροστά στα µάτια µας σαλεύει;
Είµαστ’
εµείς οι απάτριδοι κ’
οι αγιάτρευτοι·
Γιούχα
και πάντα γιούχα των πατρίδων!
Είµαστ
’ εµείς οι αθάνατοι
απολίτιστοι·
κ’
οι Πολιτείες ληµέρια των ακάθαρτων,
κ’
οι Πολιτείες ταµπούρια των κιοτήδων·
στη
στρούγγα λυσσοµάνηµα και φαγωµός
λύκων,
σκυλλιών, προβάτων και τσοπάνηδων.
Γιούχα
και πάλε γιούχα των πατρίδων!
Η
µάντρα είν’ ο
αφίλιωτος οχτρός µας,
την
πλατωσιά του κόσµου τη στενεύει,
στριγγλόχορτα
φυτρώνουν και γοργόνια
βλαστοµανώντας
κάτου από τον ίσκιο της·
του
δολερού αναγάλλιασµα, τα µαραζώνει
τα
ξεφτέρια του νου και της καρδιάς
τ’αηδόνια.
Το
κρίµα εκεί σκορπιός, ποτέ λιοντάρι·
και
τον κακό τόνε µολεύει η µάντρα,
και
βρέφος ο καλός που τον ποτίζει αφιόνι·
δουλεύτε
τον ξανά τον κόσµο στη φωτιά,
και
τα καλά του ξανανθίστε και τα κρίµατα,
χτυπώντας
τον, µε το σφυρί και µε τ’αμµόνι.
(...)
Ο
Νόµος, όταν απ’ τη
γνώµη του σοφού
δε
δίνεται σαν κάτι τι θεόσταλτο,
στραγγουλιστής
και πνίχτης είναι ο νόµος·
πνοή
του νόµου που τα πάντα κυβερνά,
µέσα
µας είν’ εµάς ο
νόµος, αητοµάτης·
Νόµος
εµάς, νυχτόηµερα και πάντα, ο δρόµος.
Ποιός
είσαι που µας σπρώχνεις προς το κάρφωµα
που
ανάξιους θα µας έκανε να πίνουµε,
καθώς
τώρα τον πίνουµε, τον ήλιο;
Η
κούπα µας κρατιέται πάντα ολόγιοµη·
κι
αν έχουµε πατρίδα, φτάνει αυτή ώς εκεί
που
φτάνει και του ήλιου το βασίλειο.
Μες
στου Εφταπόταµου φυτρώσαµε
την
πλάση που όλη είν’
από τέρατα,
τέρατα
και το φως και το σκοτάδι,
και
στέκει ανάµεσό τους ο άνθρωπος
µε
τη ζωή που τον πλακώνει σα βραχνάς,
µε
τη ζωή, το στοιχειωµένο το λαγκάδι.
(...)
Εµείς
γενιά του προύντζου και του σίδερου,
σα
δουλεµένοι από το χέρι του πρωτόγυφτου
πατέρα
των ανθρώπων Τυµπαλκάη·
µα
τήνε πότισε τη ρίζα µας
κάποιο
κρυφό φαρµακι κι αξεδιάλυτο,
κ’
η κατάρα µάς πήρε σαν τον Κάη.
Εµείς
δε γονατίσαµε σκυφτοί
τα
πόδια να φιλήσουµε του δυνατού,
σαν
τα σκουλήκια που πατεί µας·
µα
για ν’αντισταθεί µε
το σπαθί,
βρέθηκε
σαν πολύ στοχαστική,
και
σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή µας.
Μας
ταπεινώσαν όλες οι ταπείνωσες·
µε
την απόφαση την ήσυχη του ανέλπιδου
ρουφήσαµε
όλους τους καηµούς κι όλους τους τρόµους,
στη
χώρα που όλες οι ζωές σα φυτρωµένες,
φτερό
την κάµαµε τη ρίζα µας, και φύγαµε
µακριά
στα ολάνοιχτα προς τους µεγάλους δρόµους.
Με
το γλίστρηµα φύγαµε των αγριόγατων,
και
µε της νυχτερίδας το παράδερµα,
και
µε τη γληγοράδα της ακρίδας,
και
µε την καταφρόνια την ασώπαστη
για
τις φωλιές, τα σπίτια και τα κάστρα.
Γιούχα
και πάλε γιούχα της πατρίδας.
Κι
από την Ίντια προς το Ιράν περάσαµε,
κ’
η Ταυρίδα µάς είδε να τραβήξουµε
πεζοδρόµοι
µε τους πραµατευτάδες,
και
τα κορµιά µας αψηφήσανε δαρµούς
βουνών,
στεππών και ρουµανιών και πόταµων,
χαλάζια
και χαµψίνια και βορριάδες.
Στου
Μισιριού τους άµµους πιό βαθιά
τ’αφήσαµε
τα χνάρια µας, ξαφνίστηκε
της
Αφρικής η Σφίγγα και µας βλέπει
σαν
κάτι πιο δυσκολοµάντευτο απ’
την όψη της·
από
το Νείλο ώς τον Ευφράτη αστράψαµε
κι
από τη Βεναρές ώς το Χαλέπι.
Κι
από της Τραπεζούντας το καστέλι
της
Μαυροθαλασσίτισσας απλώσαµε
κατά
το Δούναβη, µας πήραν τα Μπαλκάνια,
στην
Πόλη τα καράβια µάς αράξανε,
κ’
οι θρακιώτικοι κάµποι µάς δεχτήκανε
πρώτα
πρώτα, δαρµένα καραβάνια.
Κι
αν µας έλεγες: «Γύφτοι, θα γυρίσετε
στην
πρώτη σας κοιτίδα την ξεχειλιστή
απ’
τη ζωή που δίχως µετρηµό διαβαίνει
και
σύνορα δεν έχει, ανάκατα όλα της,
απ’
τα βουνά ώς τα χόρτα, όλα γιγάντικα,
κι
όλα ένα ξάφνισµα σα να τα δένει,
η
πρώτη σας πατρίδα σάς προσµένει εκεί
να
σας δώσει τη δόξα την απάντεχη
πόδωκε
σε σοφούς και ηρώους, ω σκηνίτες,
θρονιά
µαxαραγιάδων να σας στήσει,
και
να σας προσκυνήσει λωτοστέφανους
µε
τους πανάγιους ασκητές και τους προφήτες».
Και
τότε θα σου κράζαµε: «Δε θέλουµε,
το
πανηγύρι µη χαλάς· γιορτάζουµε
το
συντριµµό των αλυσίδων,
ό,τι
κι αν είναι, από διαµάντια, ή από σίδερα·
οι
τρανοί λυτρωµένοι είµαστ’
εµείς.
Γιούχα
και πάντα γιούχα των πατρίδων!»
Κι
αν πέσαµε σε πέσιµο πρωτάκουστο
και
σε γκρεµό κατρακυλίσαµε
που
πιο βαθύ καµιά φυλή δεν είδε ώς τώρα,
είναι
γιατί µε των καιρών το πλήρωµα
όµοια
βαθύ έν’ ανέβασµα
µάς µέλλεται
προς
ύψη ουρανοφόρα.
Το
γένος το µοιρόγραφτο είµαστε
που
θα σκοτώσει τις πατρίδες·
του
κόσµου η Μάγια, η ακριβή του Βράµα,
θα
υφάνει µε τα χέρια της, χαρά
κι
ανθρώπων και θεών, το έργο της,
το
πιο ξαφνιστικό της θάµα.
Όλος
ο κόσµος, ένας κόσµος, γύφτος,
σε
δόξας θρόνο απάνω, πλάστης,
µε
το σφυρί του και µε το βιολί,
της
αψεγάδιαστης Ιδέας· η πλάση
σε
περιβόλι του Μαγιού ένα πανηγύρι,
και
µια πατρίδα η Γη.
Κι
ο κόσµος θα διαλέξει κάποιον Άτλαντα
ή
κάποιον Άθω να σκαλίσει απάνω του,
µεγαλοφάνταστος
τεχνίτης, το άγαλµά µας·
και
θ’ανατείλει στ’ουρανού
τα τρίσβαθα
πρωτόφαντο
άστρο ξενοχάραγο,
κι
ο κόσµος θα το πει µε τ’όνοµά
µας!»
Από τη συλλογή «Ο δωδεκάλογος του γύφτου», 1907
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου