Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, "Μνήμες της ρίζας"



Ρίζες


Περάσαμε όλο το πρωί μετρώντας σύννεφα
ξυπνούσε η γη κάτω απ’ τα πόδια τρομαγμένη
άνυδρη χρόνια μες στο φως τριβόταν έσπαγε
και πουθενά νερό να μας παρηγορήσει.

Περάσαμε όλο το πρωί εδώ στον τόπο μας
αφέντης ήλιος πυρπολούσε τα λιθάρια
κυλούσε ο ίδρωτας στα μάγουλα στα χείλη μας
κυλούσε και σφαλούσαμε τα μάτια.

Δες όμως ξάφνου πόσο βάρυναν τα πόδια μας
δες πόσο βυθιζόμαστε στο χώμα
την ώρα που χλωροί βλαστοί πολύκλωνοι
μέσα απ’ τα σπλάχνα μας ανθίζουν και ψηλώνουν.





Από την αρχή


Στην πόλη που μεγάλωσα σαν έρχομαι
άφαντοι όλοι οι γνωστοί μου και οι φίλοι
περιδιαβαίνω στα στενά έπειτα κάθομαι
σ’ εκείνα τα πεζούλια που ’ταν στέκι
γεμάτα πάντα από φωνές γεμάτα πρόσωπα
μα πια δε φαίνεται ψυχή κι αναρωτιέμαι
πώς κι όλοι μίσεψαν μεμιάς μα τι απόγιναν
πώς αποφάσισαν ταυτόχρονα να φύγουν
και τόσο έρημη απόμεινε η πλατεία μας
και τόσο άδεια από φίλους η ζωή μας.

Κι όμως δεν έφυγε κανείς μα ο καιρός
χρόνια και χρόνια κάθε μέρα λίγο-λίγο
σμίλεψε ύπουλα τα πρόσωπα κι αγνώριστοι
κι απαρατήρητοι περνούμε δίπλα-δίπλα
σαν να ’θελε να μας γλιτώσει για καλά
από ανούσιες συγγνώμες κι άλλα λόγια
που είν’ ανώφελα πικρά κι άδικα λέγονται

κι ίσως ακόμα πάλι ήθελε να δώσει
μια νέα ευκαιρία στον καθένα μας
από ’ξαρχης να γνωριστούμε, αν μπορούμε.





Η μάνα μου


Στην πίσω αυλή στα δυο πλακόστρωτα σκαλάκια
με το τσεμπέρι στα μαλλιά ώρες η μάνα μου
καθάριζε ραδίκια κι όλο μού ’λεγε
μ’ εκείνη τη φωνή την πονεμένη
για τα πικρά της δεκαοχτώ, για τους αέρηδες
που πήραν σαν ξερόφυλλα τα χρόνια,
κι έπειτα φτώχεια, καταφρόνια, μαύρα σύννεφα
στα χωριουδάκια που δε γράφτηκαν στους χάρτες
κι έπειτα θάλασσες βαθιές, παλιά ναυάγια
στάλες αθόρυβης βροχής, λόγια σπασμένα.

Κι εγώ που ήμουν μόνο οχτώ, πώς την αγκάλιαζα
−άλλο δεν είχα να της πω ή να της δώσω−
με τα μικρά μικρά χεράκια μου σφιχτά
και μύριζαν οι χούφτες της κρεμμύδι.

Στην πίσω αυλή στο πλυσταριό μούλιαζε, έτριβε
−μα οι λεκέδες πάντα εκεί να επιμένουν−
πικρά παράπονα λερώσανε τα χρόνια της.
Δυο οι κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη.


Από την ενότητα
Μνήμες της ρίζας





Ασίνη

                                        «Ο βασιλιά της Ασίνης ένα κενό
                                                   κάτω απ’ την προσωπίδα»
                                                                 Γιώργος Σεφέρης



Στα κτήματα του Ατρείδη ώς τη θάλασσα
ήλιος ακίνητος τρανός τα μεσημέρια
και πουθενά γλυκό νερό μονάχα ιδρώτας
κι οι τέσσερις ανέμοι του δεμένοι.

Αχ, πώς αχνίζει η γη στο φως, πώς ξετρελαίνονται
κρυμμένα στα κλωνάρια τα τζιτζίκια
πώς λαμπυρίζουνε τα φύλλα καταπράσινα
κι η σαύρα πέτρινη σιμά στη μαύρη πέτρα.

Δε μένει εδώ ο βασιλιάς, στη λήθη δόθηκε
σκόνη σκεπάζει πια τ’ ολόχρυσο αμάξι.
Τα άσπρα άτια του σκιές τ’ απομεσήμερου
λυτά γυρίζουνε και βόσκουν στα περβόλια.

Δε μένει εδώ ο βασιλιάς, άδειο το κάστρο του
το τρώει τ’ αλάτι του γιαλού και στις επάλξεις
αγκαθερές φραγκοσυκιές σχίνα και μάραθα
κι εκεί που άραζαν περήφανα τα πλοία
σειρές γυμνόστηθες τουρίστριες ξαπλώνονται
με λαδωμένο το κορμί λες κι οι Αργείοι
μόλις τις έβγαλαν μαζί με τ’ άλλα λάφυρα
όταν κουρσέψανε της Τροίας τα παλάτια.





Χώρα του πόνου


                                      «Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί
                                      μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος»
                                                        Άγγελος Σικελιανός

 
 
Χώρα του ίδρωτα του πόνου και του κάματου
με το τσαπί με το κουπί μέσα στον ήλιο
χώρα της φτώχειας του καημού του μισεμού
πώς τάχα μέσα απ τη φωτιά ν’ ανθίσεις πάλι;

Με τις νεράιδες και τους δώδεκα θεούς
με τις εξήντα Παναγιές και τους αγίους
ντυμένους τα λιβανωτά και τα παράπονα
με τις φθαρμένες τους τραγιάσκες στα κεφάλια
ίδιοι απαράλλαχτοι οι παππούδες στα χωριά
με ροζιασμένο το κορμί, ρακή και τάβλι
στον καφενέ με μάτια πάντα καθαρά
τις Κυριακές με τα καλά, πρώτο στασίδι.

Αχ, δε βολεί νά ’βγει ο ήλιος μοναχός
κι αυτοί που σπρώχνανε το κάρο κουραστήκαν
και τώρα, πες μου ποιητή, τι θ απογίνουμε
στη λάσπη χρόνους και καιρούς γονατισμένοι.

Χώρα του μύθου της ελπίδας και του όνειρου
ποιος τάχα απ όλους τους θεούς θα μας συντρέξει;


Από την ενότητα
Ο τόπος μου




Από τη συλλογή «Μνήμες της ρίζας», εκδ. Κουκκίδα, 2020.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου