Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, "Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα"

 



ΔΕΗΣΗ


                  Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.

                                   Γιώργος Σεφέρης, «Το ναυάγιο της “Κίχλης”»


Για τα δάση τα έκπαγλα που φλέγονται έκπληκτα

Για τους δούρειους λύκους με τα μάτια τα γυάλινα

Για τη στάχτη που σβήνει στου νομά το περπάτημα

Για τον κύκνο που πνίγεται στη λάσπη της λίμνης

Για τον άνδρα που κλαίει μπρος σε Ανδράποδα

Για τα άπληστα βουλιμίας τα δύσμορφα στόματα

Για μένα που τυλίγομαι απαθής στο κουκούλι μου

Για τις μέρες τις άδοξες του σκότους του άναρχου


Για την κόρη την άχρονη όταν ρόδο το αμάραντο




ΜΑΝΑ ΨΩΜΙ


− Πινακωτή* πινακωτή, έλα από τ’ άλλο μου τ’ αυτί,

είμαι κωφή...


Κάποιες φορές

φεγγοβολά στα σκοτεινά η μνήμη, εγείρεται

προζύμι ανεβαίνει

Στη σανιδένια σκάφη σκυμμένη Αρχόντισσα

μανίκια ανασηκώνει ιδρωμένα όνειρα

δένει αντοχές φακιόλι σφουγγισμένα δάκρυα

Ζυμώνει εικοσιδύο στρόγγυλες αγκαλιές

να μας χορτάσει

Πλάθει καρβέλια πόθους

τα αραδιάζει στην πινακωτή

Σε υφαντά μισάλια** τα φασκιώνει

Σα να ακούω

ξερά πουρνάρια τσιτσιρίζουν μέσα μας

γίνονται κάρβουνα

πυρώνουν πέτρες παγωμένες

μας τσουρουφλίζουν

Μάνα ψωμί

πεινάμε μα***

του κόσμου τα παιδιά

πεινάμε



___________

*Πινακωτή:  παραδοσιακό παιχνίδι.

**μισάλια:  ειδικά υφαντά στο μήκος πινακωτής

για τύλιγμα πλασμένου ψωμιού πριν το φούρνισμα.

***μα:  μάνα


 

Από την ενότητα

Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα




ΒΟΤΣΑΛΑ


Από καιρό μάζευα βότσαλα

Στη συλλογή μου σωρεύτηκαν

Τραχιά χαλίκια άχαρα

Βάραιναν το κορμί

Λύγιζαν τα γόνατα

Επέστρεψα στο γιαλό

Με δέος ένα ένα

Τα έριξα στη θάλασσα

Ανθόκηπου ξερολιθιά το πρώτο

Φτερού απολίθωμα το δεύτερο

Το τρίτο έρεβος ερημίας

Τέταρτο άηχος βρυχηθμός θηρίου

Το τελευταίο πύρινη λαίλαπα


Το χέρι σήκωσα τρεμάμενο

Τα πέταξα με μια ευχή

Να παραμείνουν στα έγκατα


Μη τα ξεβράσει το κύμα

Ή σε δισάκι ανυποψίαστου

Διαβάτη μη βρεθούν




ΠΕΤΡΕΣ ΒΑΡΙΕΣ


Γι’ αυτούς που πλήγωσα

Που πρόδωσα

Που δύσκολη στιγμή εγκατέλειψα

Πολύ λυπάμαι

Τους ξεγραμμένους

Όσους απ’ την αυλή μου

Σαν αγριάδα βίαια ξερίζωσα

− σκληρό κι ανώριμο θα πείτε

τόσο για μένα όσο και γι’ αυτούς

κι οδυνηρό μα αναπόφευκτο −

πέτρες βαριές στο στήθος

τους κουβαλώ διαπαντός εντός μου



Από την ενότητα

Απόγονος της Ωκυρρόης




ΚΑΙ ΠΩΣ Ν’ ΑΦΟΥΓΚΡΑΣΤΕΙΣ...


Είναι ένα ποτάμι απύθμενο σε άχρονο σπήλαιο

Λούζονται νύμφες κι αναβαπτίζονται εφήμερα

Ρωγμή που ανθίζουν ανε-μώνες

Στέρνα που βρέχουμε τα κουρασμένα πόδια στης νύχτας την πεζοπορία

Παράθυρο που ανοίγει στους ορίζοντες και ταξιδεύει στους γαλαξίες

Δαυλός που μας διαπερνά και διαχέεται

Σπίθα σπαθί φλεγόμενο και πυρπολεί

Πληρότητα και κενότητα, πτήση και πτώση...

Η άλλη φωνή... της αρχής... και η ερχόμενη

Και πώς ν’ αφουγκραστείς...




ΝΤΥΣΕ ΜΑΣ ΣΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΠΟΙΗΜΑ


Ποιος σε κρατά, των λέξεων χρυσόμαλλο δέρας

Που χάνεσαι και λάμπεις κόμη της Βερενίκης

Ασθμαίνουσα σχισμή ψάχνω το ανέγγιχτο ν’ αγγίξω

Ν’ αντισταθεί στο σίδερο ποιος ξέρει;

Ποιος άνεμος σκορπά του κήπου σου τα άνθη;

Σ’ έρημο τόπο πέταλα σκόρπια μαργαρίτας

Θύμηση κι επιθυμία, σαλεύοντας

Είμαστε ή δεν είμαι

Εγώ ή ο Κανένας

Αγάπα ή ν’ αγαπώ

Θεοί και Δαίμονες μας προσπερνούν ποδοπατώντας

Και όλο κρύβεσαι κάτω απ’ της πόρνης σου την μπούργκα

Βουλιάζουν οι δρόμοι στην Καμπούλ

Φοβάμαι

Πού βρίσκεσαι καλειδοσκόπιο αόμματων

Θριμμάτισε τα κάτοπτρα να δω πίσω απ’ το είδωλο

Μέσα στο τίποτα του τίποτα να μείνω

Ούτις

Ποίηση φανερώσου

Ντύσε μας στο γαλάζιο Ποίημα



Από την ενότητα

Το κλειδί 




Από τη συλλογή «Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα», εκδ. Ρώμη 2020.


Δύο ακόμη ποιήματα της συλλογής, τα οποία είχαμε προδημοσιεύσει στο ιστολόγιό μας, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου