ξυπνούσε η γη κάτω απ’ τα πόδια τρομαγμένη
άνυδρη χρόνια μες στο φως τριβόταν έσπαγε
και πουθενά νερό να μας παρηγορήσει.
αφέντης ήλιος πυρπολούσε τα λιθάρια
κυλούσε ο ίδρωτας στα μάγουλα στα χείλη μας
κυλούσε και σφαλούσαμε τα μάτια.
δες πόσο βυθιζόμαστε στο χώμα
την ώρα που χλωροί βλαστοί πολύκλωνοι
μέσα απ’ τα σπλάχνα μας ανθίζουν και ψηλώνουν.
άφαντοι όλοι οι γνωστοί μου και οι φίλοι
περιδιαβαίνω στα στενά έπειτα κάθομαι
σ’ εκείνα τα πεζούλια που ’ταν στέκι
γεμάτα πάντα από φωνές γεμάτα πρόσωπα
μα πια δε φαίνεται ψυχή κι αναρωτιέμαι
πώς κι όλοι μίσεψαν μεμιάς μα τι απόγιναν
πώς αποφάσισαν ταυτόχρονα να φύγουν
και τόσο έρημη απόμεινε η πλατεία μας
και τόσο άδεια από φίλους η ζωή μας.
χρόνια και χρόνια κάθε μέρα λίγο-λίγο
σμίλεψε ύπουλα τα πρόσωπα κι αγνώριστοι
κι απαρατήρητοι περνούμε δίπλα-δίπλα
σαν να ’θελε να μας γλιτώσει για καλά
από ανούσιες συγγνώμες κι άλλα λόγια
που είν’ ανώφελα πικρά κι άδικα λέγονται
μια νέα ευκαιρία στον καθένα μας
από ’ξαρχης να γνωριστούμε, αν μπορούμε.
με το τσεμπέρι στα μαλλιά ώρες η μάνα μου
καθάριζε ραδίκια κι όλο μού ’λεγε
μ’ εκείνη τη φωνή την πονεμένη
για τα πικρά της δεκαοχτώ, για τους αέρηδες
που πήραν σαν ξερόφυλλα τα χρόνια,
κι έπειτα φτώχεια, καταφρόνια, μαύρα σύννεφα
στα χωριουδάκια που δε γράφτηκαν στους χάρτες
κι έπειτα θάλασσες βαθιές, παλιά ναυάγια
στάλες αθόρυβης βροχής, λόγια σπασμένα.
−άλλο δεν είχα να της πω ή να της δώσω−
με τα μικρά μικρά χεράκια μου σφιχτά
και μύριζαν οι χούφτες της κρεμμύδι.
−μα οι λεκέδες πάντα εκεί να επιμένουν−
πικρά παράπονα λερώσανε τα χρόνια της.
Δυο οι κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη.
Από την ενότητα
Μνήμες της
ρίζας
κάτω απ’ την προσωπίδα»
Γιώργος Σεφέρης
ήλιος ακίνητος τρανός τα μεσημέρια
και πουθενά γλυκό νερό μονάχα ιδρώτας
κι οι τέσσερις ανέμοι του δεμένοι.
κρυμμένα στα κλωνάρια τα τζιτζίκια
πώς λαμπυρίζουνε τα φύλλα καταπράσινα
κι η σαύρα πέτρινη σιμά στη μαύρη πέτρα.
σκόνη σκεπάζει πια τ’ ολόχρυσο αμάξι.
Τα άσπρα άτια του σκιές τ’ απομεσήμερου
λυτά γυρίζουνε και βόσκουν στα περβόλια.
το τρώει τ’ αλάτι του γιαλού και στις επάλξεις
αγκαθερές φραγκοσυκιές σχίνα και μάραθα
κι εκεί που άραζαν περήφανα τα πλοία
σειρές γυμνόστηθες τουρίστριες ξαπλώνονται
με λαδωμένο το κορμί λες κι οι Αργείοι
μόλις τις έβγαλαν μαζί με τ’ άλλα λάφυρα
όταν κουρσέψανε της Τροίας τα παλάτια.
μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος»
Άγγελος Σικελιανός
με το τσαπί με το κουπί μέσα στον ήλιο
χώρα της φτώχειας του καημού του μισεμού
πώς τάχα μέσα απ’ τη φωτιά ν’ ανθίσεις πάλι;
με τις εξήντα Παναγιές και τους αγίους
ντυμένους τα λιβανωτά και τα παράπονα
με τις φθαρμένες τους τραγιάσκες στα κεφάλια
ίδιοι απαράλλαχτοι οι παππούδες στα χωριά
με ροζιασμένο το κορμί, ρακή και τάβλι
στον καφενέ με μάτια πάντα καθαρά
τις Κυριακές με τα καλά, πρώτο στασίδι.
κι αυτοί που σπρώχνανε το κάρο κουραστήκαν
και τώρα, πες μου ποιητή, τι θ’ απογίνουμε
στη
λάσπη χρόνους και καιρούς γονατισμένοι.
Χώρα
του μύθου της ελπίδας και του όνειρου
ποιος τάχα απ’ όλους τους θεούς θα μας συντρέξει;
ποιος τάχα απ’ όλους τους θεούς θα μας συντρέξει;
Από την ενότητα
Ο τόπος μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου