Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Ιγνάτης Χουβαρδάς, "Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις", (Η Κέρκυρα)



3.7.2017 - 11.7.2017

(η Κέρκυρα)


ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ πριν την αναχώρηση για Κέρκυρα ήταν γεμάτο νευρικότητα. Ένιωθα το σπίτι στάσιμο, να βουλιάζει σε μια ακινησία τόσο επώδυνη που με τον τρόπο της προσπαθούσε να με πείσει ότι όλα είναι μάταια, τόσο μάταια που θα ήταν καλύτερο να αφήσω το σώμα μου να απλωθεί σαν κερί στα αντικείμενα, στο πάτωμα, στα κλειστά παράθυρα κι εκεί να αφεθεί ξέπνοο, με την ελπίδα να λιώσει σε ένα τεχνητό και βλοσυρό σκοτάδι. Πρόσεξα για πολλοστή φορά τους διακόπτες του ηλεκτρικού. Ήταν όλοι κατεβασμένοι. Τους ξαναβλέπω, σαν καθυστερημένος. Επέμενα και με το νερό, όλες οι βρύσες κλειστές, τελείως κλειστές. «Βγες επιτέλους», ενθάρρυνα τον εαυτό μου. Μαντάλωσα την πόρτα γυρνώντας το κλειδί τέσσερις φορές, την έσπρωξα επανειλημμένα για να επαληθεύσω ότι είναι κλειστή − ένα μαρτύριο και μια γελοιότητα μαζί.

Αυτό ήταν. Τώρα όλα αλλάζουν, ειδικά μόλις ανάβω τη μηχανή του αυτοκινήτου και ξεκινώ. Ανοίγεται μπροστά μου ένα ταξίδι έξι ωρών μέχρι την Ηγουμενίτσα. Από εκεί θα έπαιρνα το πλοίο και θα έφτανα στο νησί των Φαιάκων. Κάθε ταξίδι είναι μια απόδραση. Ένα βάπτισμα σε παρθένες εικόνες. Μια δυναμική για όσα δεν ζήσαμε και θεωρούμε ότι μας περιμένουν. Κάθε ταξίδι κρύβει μέσα του την επιθυμία μιας ανακάλυψης, χωρίς να μπορούμε να ονοματίσουμε αυτό που θα ξεπηδήσει μπροστά μας απρόσμενα, ακόμα περισσότερο χωρίς να μπορούμε να διαγράψουμε τις αναλογίες και το σχήμα αυτού που ψάχνουμε. Στην ουσία δεν ξέρουμε τι ψάχνουμε. Θα μπορούσαμε, γενικά και αόριστα, να το ονομάσουμε «έρωτας» ή «τοπίο ιδανικό» ή «άγγελος». Και όλα όσα βλέπω τώρα καθώς οδηγώ είναι αυτό που προηγείται. Οι πεδιάδες με τα χωράφια που ποτίζονται, οι χωρικοί και οι αγρότισσες που σκύβουν στο χώμα και μαζεύουν καπνά, τα βουστάσια, οι αχυρώνες, τα χωριά που εναλλάσσονται, οι βιοτεχνίες και τα εργοστάσια, οι ακρογιαλιές με τα εξοχικά και τις πλαζ, οι επαρχιακές πόλεις που σε χαιρετάνε, οι λίμνες, οι αμπελώνες. Μετά τις πεδιάδες ο δρόμος ανηφορίζει, αρχίζουν τα βουνά, οι σήραγγες, οι γέφυρες, οι συστάδες των δέντρων από ψηλά, το άγριο πράσινο που σε πολιορκεί. Η Εγνατία οδός σμίκρυνε τις αποστάσεις, προσφέρει το ανάγλυφο της βόρειας επικράτειας της χώρας σε γρήγορη κίνηση. Ο νομός Θεσπρωτίας, στο τελευταίο στάδιο της διαδρομής, χαώδης στα βουνά του, με τη διαρκή αναβολή της θάλασσας που αδημονούσα να δω. Το λιμάνι της Ηγουμενίτσας με υποδεχόταν στοργικό κι εμπιστευτικό, με καθησύχαζε πως όλα πήγαν καλά, όλα είναι θέμα απόφασης, το θέμα είναι να ξεκινήσεις, και ύστερα, βελούδινα και χαριτωμένα, διασχίζοντας το σώμα της Θράκης, της Μακεδονίας, της Ηπείρου, φτάνεις στο Ιόνιο πέλαγος.

Σε υποδέχεται χαμογελαστό ένα φέριμποτ, σου υποδεικνύει την επικράτεια του υγρού στοιχείου, σου προσφέρει το θαλασσινό ειδύλλιο. Το χρώμα του νερού είναι πράσινο, τώρα μου φαίνεται γαλάζιο, όσο ξεμακραίνει το πλοίο από το λιμάνι, το νερό γίνεται βαθύ μπλε. Το βλέμμα περιφέρεται στις αμμουδιές της Ηπείρου που αφήνουμε, και ο αποχαιρετισμός είναι ταυτόχρονα ένα καλωσόρισμα, γιατί ήδη στην αντίθετη πλευρά προβάλλει το σχήμα ενός νησιού και οι μικροσκοπικές λεπτομέρειες ενός αστικού διάκοσμου. Είναι τώρα το παιχνίδι της απόστασης, όσο λιγοστεύει, τόσο τα κομματάκια της νησιώτικης αρχιτεκτονικής μεγεθύνονται. Η Κέρκυρα ξεπροβάλλει αρχοντική, με τα βενετσιάνικα σπίτια της, το κάστρο της, το λιμάνι, τον παραλιακό δρόμο όπου αγωνίζομαι να διακρίνω το σπίτι του Διονύσιου Σολωμού. Η πόλη είναι μια μικρογραφία ονείρου, ένα δέος, ένας υπαινιγμός για μια ιδεατή ζωή που ίσως είναι η δική μας και μέχρι τώρα έμοιαζε ορφανεμένη. Η Κέρκυρα στο πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου, όψιμο μεσημέρι, σε έναν ήλιο από χρυσάφι.

Αποβιβάζομαι με το αυτοκίνητο από το φέριμποτ και οδηγώ σε μικρούς ελικοειδείς δρόμους, ψάχνοντας να βρω την άκρη για τις κεντρικές αρτηρίες. Βρίσκομαι τώρα στο τμήμα της σύγχρονης πόλης, αφήνοντας πίσω μου το ιστορικό κέντρο. Έχω ξαναπάει στην Κέρκυρα άλλες δύο φορές. Έχω πάρει τώρα την κατεύθυνση για το Κανόνι, αυτήν την καταπράσινη άκρη της πόλης, κτισμένη σε ένα λόφο, με πυκνή δόμηση αρμονικά συνυφασμένη με τη φύση. Φτάνω στο ξενοδοχείο όπου έχω κλείσει το δωμάτιο.

Η κοπέλα στη ρεσεψιόν ευγενική. Γράφει τα στοιχεία μου από την ταυτότητα και με οδηγεί στον δεύτερο όροφο. Το δωμάτιο διαθέτει μπαλκόνι που βλέπει στη λιμνοθάλασσα, σε εκείνο τον χαριτωμένο κολπίσκο που γειτνιάζει με τον διάδρομο προσγείωσης και απογείωσης των αεροπλάνων. Κάθε δέκα λεπτά περίπου και μια προσγείωση ή απογείωση αεροπλάνου. Ειδικά στην απογείωση είναι εντυπωσιακός ο ήχος των κινητήρων, σχετικά ήπιος στην αρχή, με τις ρόδες του αεροπλάνου που κατευθύνονται σε μια μακρινή πλευρά του διαδρόμου, και εκεί που σχεδόν ξεχνάς την ύπαρξη του αεροπλάνου, το ακούς να τρέχει με ταχύτητα πάνω στο διάδρομο, ολοένα να επιταχύνει πιο πολύ και όπως απογειώνεται, οι τουρμπίνες να ηχούν εκκωφαντικά, για δευτερόλεπτα το δωμάτιο τρίζει ολόκληρο, σείεται, κοντεύει να ραγίσει, κι έπειτα ακούς το αεροπλάνο να απομακρύνεται στο βάθος του ουρανού. Στην αρχή σκέφτηκα πως ατύχησα στην επιλογή του ξενοδοχείου, πως η διαμονή θα είναι αφόρητη. Ανακάλυπτα, όμως, πως αυτή η κινητικότητα των αεροπλάνων με την ιεροτελεστία της προσγείωσης και απογείωσης και εκείνο το αποκορύφωμα του εκκωφαντικού ήχου, όλα αυτά, αντί να με εκνευρίζουν, μου μετέδιδαν ένα αίσθημα πλησμονής, που πλησίαζε τα όρια της ευφορίας. Πολύ παράξενο σίγουρα. Μάλλον ήταν ένα είδος συντροφιάς, μια επαναλαμβανόμενη άσκηση υπερέντασης και μια διαρκής υπενθύμιση ενός κόσμου που κινείται γύρω σου, που έρχεται από μακριά και φεύγει μακριά, ακούω τα αεροπλάνα και βλέπω το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη, τη Στοκχόλμη, τη Βαρσοβία, το Όσλο, τη Ρώμη, τη Μαδρίτη, τη Βαρκελώνη, και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.

Πέντε μέρες στην Κέρκυρα. Πήγαινα στην παλιά πόλη, χανόμουν στα φιόρδ του Καμπιέλο, ανακάλυπτα βενετσιάνικες κρήνες και οικόσημα. Αναλογιζόμουν μήπως αυτή η περιπλάνηση στο ιστορικό κέντρο είναι ένας λαβύρινθος της ερωτικής πλησμονής που ολοένα αναβάλλεται. Η νύχτα χάνεται στη μέρα, και η μέρα λούζεται στα βιολετιά νερά της νύχτας. Όλα μού φαίνονταν αποκαλυπτικά και υπαινικτικά. Όχι μόνο η παλιά πόλη αλλά και η σύγχρονη. Θα μπορούσα να γίνω τουριστικός οδηγός: τα στενά σοκάκια της αγοράς, ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα, το δημαρχείο, η πλατεία Σπιανάδα, η λεωφόρος Αλεξάνδρας, ο ναυτικός όμιλος, η δημοτική πλαζ του Μον Ρεπό, το Ποντικονήσι, ο ανεμόμυλος στον κόλπο της Γαρίτσας, το Παλιό Ενετικό φρούριο, η Κρεμαστή. Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχίζεται, είναι μόνο ενδεικτικός. Σκέφτομαι πως όλη αυτή η απαρίθμηση είναι απατηλή, γιατί η ψυχή αυτού του νησιού είναι η διαμεσολάβηση ανάμεσα στα τουριστικά αξιοθέατα, το ανάμεσα, εκεί που τελειώνει το ένα και ξεκινά το άλλο, και σε αυτό το μεταβατικό διάστημα, ανάμεσα στα σοκάκια και στις σιωπές των υποβλητικών σπιτιών, κινείται ένα φάντασμα, ένα κορίτσι που θα με πλανέψει, που μου ψιθυρίζει μυστικά, που μου ξυπνά ανομολόγητα πάθη, και όσο το πλησιάζω μεθυσμένος, ψελλίζοντας βλάσφημες κουβέντες, με εκδικείται με όλη τη βανίλια και τη μέντα της παιδικής ηλικίας.

Το κορίτσι αυτό το ψυχανεμίζομαι στο σύνορο ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο. Μια πλατεία με εμπορικά καταστήματα, τράπεζες, μια λεωφόρος − και όπως στρίβω, ανηφορικά, μπλέκομαι πάλι στην παλιά πόλη, στα στενά αδιέξοδα που διαγράφουν απατηλούς κύκλους και σε ζαλίζουν. Πάλι το ανακαλύπτω αυτό το κορίτσι, με ακολουθεί, το ακολουθώ. Το ξαναβρίσκω στο ξενοδοχείο, είμαι σίγουρος ότι είναι αυτό. Είναι μελαχρινό, με μακρόστενο πρόσωπο, μεσαίο ανάστημα, ωραίο σώμα, εφηβικό. Συνοδεύεται από τον πατέρα του και τη μητέρα του. Το βλέπω και νιώθω τη βαριά σκιά του Μον Ρεπό όπως πέφτει η νύχτα, το βουητό των δέντρων μέσα στην ερημιά του δάσους, τα κειμήλια και τα ρούχα των πριγκίπων που κοιμούνται αόρατα. Κουβαλώ τους ήχους, τις φωνές, τις κινήσεις, τα φασματικά πρόσωπα − και όλα τα διακρίνω ξεκάθαρα στο πρόσωπο αυτού του κοριτσιού. Οι εντυπώσεις φευγαλέες. Το είδα στην έξοδο από το ξενοδοχείο, καθώς πήγαινε σε μια στάση του λεωφορείου με τους γονείς του. Το είδα μια άλλη φορά να μπαίνει στο ασανσέρ. Και ένα μεσημέρι να διασχίζει τον κήπο με τα παρτέρια και τα μικρά αλσύλλια. Και έπειτα ένα βράδυ καθισμένο σε έναν καναπέ στο σαλόνι του φιλόξενου ξενοδοχείου. Και κυρίως το έβλεπα στην τραπεζαρία, εκεί ήταν το πιο σίγουρο σημείο συνάντησης, την ώρα του πρωινού. Σε αυτήν την τραπεζαρία χρωστώ ευγνωμοσύνη, γιατί μου πρόσφερε τον αναγκαίο χρόνο για να το πλησιάσω, να το παρατηρήσω, να ορίσω την ομορφιά του.

Μια ανεξέλεγκτη υπερένταση. Ανέβαινα στα λεωφορεία, βρισκόμουν ξανά και ξανά στο κέντρο της πόλης, περιπλανιόμουν στις διαθλάσεις του φωτός ανάμεσα στις σκιές, στα παλιά σπίτια με τα πράσινα παραθυρόφυλλα, στα υποβλητικά στενά πλακόστρωτα καντούνια, στους μαιάνδρους της αγοράς. Έπινα καφέδες στον πεζόδρομο του Λιστόν και τα μεσημέρια με υπεραστικό λεωφορείο μεταφερόμουν στην αμμουδιά της Δασιάς όπου έκανα μπάνιο σε μια ακτή γεμάτη βότσαλα, ξαπλώστρες και υπαίθρια αναψυκτήρια. Κι έπειτα ξανά στην πόλη κι έπειτα με το δικό μου αμάξι στο Αχίλλειον κι έπειτα στην πισίνα του ξενοδοχείου για το απογευματινό μπάνιο. Ένα ντους στο δωμάτιο και ύστερα να περιφέρομαι στο σαλόνι, να πίνω στην μπάρα έναν καφέ, να παρατηρώ τους ενοίκους που κομψοντυμένοι βγαίνουν από τα δωμάτια και ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για τη νυχτερινή τους έξοδο. Αναρωτιέμαι πού θα μπορούσαν να πηγαίνουν. Κάθε νύχτα βγαίνω στον αυλόγυρο και τους παρατηρώ όπως απομακρύνονται. Οι περισσότεροι φεύγουν με αυτοκίνητα. Υπάρχουν, όμως, και παρέες που ξεμακραίνουν με τα πόδια. Την τελευταία νύχτα ακολουθώ μια παρέα από πέντε κοπέλες. Μιλάνε ιταλικά. Είναι ένας στενός ανηφορικός δρόμος. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή, γιατί περνάνε και αυτοκίνητα. Είναι αρκετά κουραστική η ανηφόρα. Καταλήγει σε ένα άλλο ξενοδοχείο. Δίπλα του βρίσκεται ένα μεγάλο ξέφωτο, όπου υπάρχουν ένα εστιατόριο, ένα καφέ και ένα μπαρ που δεν διακρίνεται αλλά ακούγονται οι ήχοι του και φέγγουν τα πολύχρωμα φώτα του. Είναι ιδανικό μέρος, με θαυμάσια πανοραμική θέα στη θάλασσα. Η παρέα κατέβαινε τώρα κάποια σκαλοπάτια που ολοένα γίνονταν πιο στενά, μέχρι που κατέληξε στην είσοδο του μπαρ.

Ήταν μια καλή αφορμή για ένα ποτό, έστω και μόνος, παρατηρώντας τον κόσμο που διασκέδαζε και κυρίως ακούγοντας την ατμοσφαιρική μουσική. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, ξοδεύω αρκετή ώρα καθισμένος σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι. Περνώ έπειτα από τη ρεσεψιόν. Ρωτώ αν υπάρχει κάποιο άλλο δωμάτιο για δύο επιπλέον διανυκτερεύσεις, γιατί η κράτηση του δωματίου όπου έμενα ήταν μέχρι αύριο το πρωί. Μου απάντησε θετικά η κοπέλα στη ρεσεψιόν, κι έτσι η παραμονή μου σε αυτό το ξενοδοχείο και στο νησί παρατάθηκε. Οι πέντε μέρες των διακοπών θα γίνονταν επτά.

Η αλλαγή δωματίου έφερε και μια διαφορετική θέα από το μπαλκόνι. Αυτό το δωμάτιο βρισκόταν στην πίσω πλευρά του ξενοδοχείου, είχε θέα στην πισίνα και, έξω από το συγκρότημα, σε μια συστάδα σπιτιών και σε ένα μοναστήρι, στο οποίο κυρίως αντίκριζα την εξωτερική πύλη του. Το πρωινό στην τραπεζαρία με αντάμειβε πάλι με τη συνύπαρξη με το όμορφο κορίτσι. Παρατηρούσα ιδιαίτερα τον τρόπο που ντυνόταν, τα αθλητικά σορτσάκια μέχρι το γόνατο που ήταν διαφορετικά κάθε πρωινό, τις μπλούζες που άλλαζαν κι αυτές, τα μακριά μαύρα μαλλιά, χυτά, επιβλητικά. Ήταν το κορίτσι μου, κι ας μην το έχω γνωρίσει, κι ας μην έχω ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα μαζί του. Άκουγα να μιλάει μια παράξενη γλώσσα που δεν τη γνώριζα. Μπορεί να ήταν πολωνικά, σλοβάκικα, ρουμάνικα. Μπορεί και βουλγάρικα. Όλο το νησί ανάσαινε στη μορφή αυτής της κοπέλας. Η ομορφιά του νησιού προσωποποιήθηκε σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Με απασχολούσε τώρα η πισίνα του ξενοδοχείου, η ραστώνη των λουομένων, τα παιχνίδια στο νερό, τα ζευγάρια που έβρισκαν μια υδάτινη φωλιά για τη σαρκική τους έλξη. Κυρίως με απασχολούσε η θέα της πισίνας σε αντιστοιχία με τη θέα του μοναστηριού, όπου μια απογευματινή ώρα είδα να εξέρχεται από την πύλη μια γυναίκα. Η απόσταση με βοηθούσε να πλάσω τη θηλυκότητά της με την πιο ελκυστική όψη. Ήταν πολύ διαφορετική αυτή η γυναίκα από τη δική μου μούσα, κι αυτό μου πρόσφερε ακόμα μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Έπλαθα αταίριαστες αναλογίες: η πισίνα και το μοναστήρι, το κορίτσι του ξενοδοχείου και η γυναίκα του μοναστηριού. Η τελευταία νύχτα της παραμονής μου στο νησί με παίδεψε, ζούσα ένα παραμύθι από όπου έπρεπε αναγκαστικά να φύγω. Κρατώ την αίσθηση ευφορίας. Δεν είχα γνωρίσει κανέναν και καμία, δεν είχα ουσιαστικά ανταλλάξει μια κουβέντα της προκοπής, δεν είχα ασπαστεί καμία γυναίκα, μόνο παρατηρούσα και φαντασιωνόμουν  ̶  και ήταν όλα μια μαγεία.




Απόσπασμα από τη νουβέλα «Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις»,

εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2020.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου