κι έτσι να που απίθωσε ζεστή μια καλημέρα
στο φραντζολάκι της στιγμής του ύπνου της καλής του
μέσα σε χείλη κόκκιν’ ανεξήγητα ανοιχτά
στο δέρμα επάνω ροδαλόν τριαντάφυλλου μετάξι
παγώσει το ασημί του φως πρόστυχο το φεγγάρι
χιόνι μαργώσει το κορμί βαρύνει τα φτερά τους
ότου πικρότατες οι λέξεις της γλυκίσαν
σπηλιές βαθιές τρεις χαρακιές ν’ αποκοιμιέται ο πόνος
ποιος την λεπτότητα να δει στο μίσχο των ποιημάτων;
στης προσφοράς τους τ’ άρωμα έσβην’ η αποφορά του
μ’ αυτός εμπρός εκστατικός στον κήπο μαγεμένος
θε να ’ν’ ο αποδέκτης τους το δάκρυ αφού δεν κρύβει
μας εξωθούν στα ποιήματα
μήπως μας πνίξουν εδωνά σαν την κυρά-Φροσύνη;
πού ’ν’ ο βαρκάρης που ως πριν λίγο έλαμνε βουβός;
μείναμε μόνοι στην Αχερουσία γιε μου μόνοι
απ’ τον καρπό τού κράτησα τ’ αριστερό του χέρι
είχ’ έναν δυνατό παλμό δονούνταν σύγκορμος
διαμαρτυρίας ένδειξ’ ηχηρή στο άφιλόν μας σύμπαν
Πρόλογος: Δήμητρα Μήττα, Ο σκοτεινός της ποίησης παράδεισος
Εικαστική παρέμβαση: Φωτεινή Χαμιδιελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου