Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Μάτση Χατζηλαζάρου, "Κρυφοχώρι"




απόγεμα


Μαύρη γάτα γυαλιστερή
λάγνα σα μάτι
κατοικίδιο
εσύ ελεύθερο
στην ηδονή έχεις
μιαν ανάσα αλλόκοτη
ήμερη ήμερη ήμερη
η ράχη σου βρίσκει
μες στο δωμάτιο
όλα τα λησμονημένα χάδια

κι αν δοκίμαζα με σένανε
τα ξόρκια μου
κι αν σε ονομάτιζα
Γριγρίτσα μου γυαλιστερή
εσύ ελεύθερη

όχι καλύτερα
να σε πω Γριγρία
γυαλιστερή μου λάγνα
Γριγρία
μαύρη σα μάτι
παίζεις καθώς γράφω
ψευτοδαγκάνεις το στιλό μου
Γριγρία λεβεντιά
ξένοιαστα ζυγώνεις
τη μελάνη ή το λόγο
παραφυλάς το θάνατο καμιά φορά
μα ποτές το ρήμα πεθαίνω





βράδυ


Συγυρίζοντας κάτι μπαούλα
ανακάλυψε πως
μαζί της δεν έσερνε μόνο
τον στίχο της Βάρκιζας
αλλά και λίγην άμμο
που ’τριζε σιγά σιγά
μες στον ποδόγυρο
ενός φουστανιού
γι’ αυτό λέει
πάντα ακούω το άγχος
εκείνης της ώρας
που όλα θρυμματίστηκαν
κι έγιναν ένα
με την αμμουδιά
σάπια και άχρηστη
είμαι εδώ μόνη
πάνω στα τελευταία
συντρίμμια της ζωής που ξέρω
η πίκρα μου η θλίψη
πλέουνε συνεχώς
κατά τη θάλασσα
σαν τα ψόφια ψάρια
που κατηφορίζει ο Σηκουάνας
Γριγρία τι νιαουρίζεις τώρα
θέλεις να βγεις
έλα      ανοίγω την πόρτα
φύγε και συ
δε χωράνε πια τα ψέματα





άσμα


Σήμερα νομίζω
τελευταία φορά
θα σε τραγουδήσω γιατί
εσύ είσαι
ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή τού έρωτα που
κρατιέται άλλοτε ψηλά και άλλοτε βαθιά σε χορδές
έξω από κάθε γραφή γιατί
ένα Ζήτω με ψηφία
και λίγες πούλιες
μαύρες ή τριανταφυλλιές
μες στο χώμα τής αρένας
δε σπαρταράνε βέβαια όπως
η δράση
η σάρκα
που είσαι
όταν μου μαθαίνεις την ξένη πόλη
κατάκαρδα
είπα τι χρειάζεται
και λέω δεν πειράζει
δεν πειράζει πετάμε όλα τα λόγια
όπως να ’ναι
η αγάπη
ξεντύνει τα κορμιά
εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο
με κλείνεις
με στολίζεις φυτά
και τα περιποιέσαι
με μυρίζεις
με διψάς
με κρατάς
ξαφνικά
με λύνεις
και γελάω ακόμα ακόμα
πάμε ερχόμαστε μες στα κρύα και τις ζέστες και τις σκόνες που
μετά λασπώνουνε κι έχουνε για νήμα τα φύλλα του φθινόπωρου
άνοιξη αντικριστήκαμε τότες που ζητούσα να πεθάνω
γνωρίσαμε από κείνη την ημέρα
χρόνους και χώρους πολλούς
με αντικείμενα
με ορέξεις
με δάση με άγριες φράουλες
με ζωγραφική
εσύ αγγίζεις τα όρια που χρωματίζουνε τα πράγματα και τα
ονόματά τους και τη φθορά τους
τι άλλο
είναι ο κύκλος
από την ίριδα του ματιού σου
ακτίνα μελαχρινή
ριπή
της ορμής
τι άλλο
είναι η ύπαρξή μου
από μια νέα σφαίρα
με τα έπιπλα
με τη φύση
όταν μ’ αγαπάς
μικρή εικόνα στρογγυλή
μες στην ίριδα του ματιού σου
είμαι
σ’ ένα δωμάτιο ασβεστωμένο
κοντά στη θάλασσα
άσπρο το αλάτι της
ξεραίνει άγκυρες μόλους σκοινιά
αισθάνουμαι τον ήλιο μαύρο
και τα μάτια σου
άλλοτε είμαι
λαχανιασμένη
σκύβω το πρόσωπο
χιονίζει δυνατά
ό,τι οριζόντιο φέγγει κατάλευκο
μονάχα λίγα κάθετα μαυρίζουν πάλι
και η ίρις του ματιού σου
που με ζυγιάζει έχει μαγικές αξίες
κουκίδα είναι      αητού πέταμα
και διαγράφει πράξεις
τοπία
ή ζωές
έτσι θυμάμαι
τι σχήματα αφήνει
όποιος ξεριζώνει δέντρα
και όποιος χτίζει γιοφύρια
γιατί εσύ είσαι
ο οίστρος και ο σφυγμός και η βραχνή φωνή τού έρωτα που
κρατιέται άλλοτε ψηλά και άλλοτε βαθιά σε χορδές
έξω από κάθε γραφή γιατί
εσύ μ’ ανοίγεις παράθυρο
χαμογελάς
και μου τάζεις
κάτι γοβάκια
από δέρμα μανταρινιού
μου σιγοψιθυρίζεις καιρούς
σαν άγρια άλογα
λίμνες βαθιές στρώνεις χάδια
ρίχνεις παράξενα ζάρια
με δυο γαρίφαλα αίμα της καρδιάς σου
φυτρώνουν τα λόγια
ανάμεσα     μια νυχτερίδα
στα σμιγμένα φρύδια
με τη σελήνη
τι είναι ο ύπνος τι είναι ο ύπνος
και το βλέμμα σου
είναι πάντα σήμερα το βλέμμα σου
με μένα





Από τη συλλογή «Κρυφοχώρι» [εκδ. Τετράδιο, Αθήνα, 1951 (με τέσσερις χαλκογραφίες του Javier Vilató)].
Πηγή: «Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985», εκδ. Ίκαρος, 1989.

Στην εικόνα: Javier Vilató, Η Μάτση Χατζηλαζάρου με τη γάτα της Γριγρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου