Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Χρήστος Τουμανίδης, "Από το βάθος της αιτίας"




ΑΡΝΗΣΗ


Χείλια κλειστά. Μάτια κλειστά.
Το έξω και το μέσα,
δίχως πόρτα.

Μια κίτρινη γραμμή.
Η σιωπή σου.
Δε σ’ άντεχε η μέρα και το δέντρο.
Τα χρώματα μάταια σού μιλούσαν.

Στα τόσα καλέσματα, πώς να μην ήσουν απών;

Είχες τα χείλη στο χώμα,
τα μάτια στο κενό.
Κι έπαιρνες μες στο μεσημέρι,
                      το δρόμο που δε βγάζει πουθενά.


Αστάθμητα, 1978





ΕΝΑΤΕΝΙΣΗ


Ο έρωτας,
οι ανεξαργύρωτες σιωπές του,
κάποιο ξεχασμένο γράμμα.
Η πανσέληνος του Σαββάτου στην Ακρόπολη.
Και τ’ αγάλματα
                              δεν μπορεί−
θα βρουν ξανά τη σημασία τους.
Πέρ’ από τοίχους και λόγια
                              που σκοτώνουν.

Δεν μπορεί − λέω,
οι δρόμοι αυτοί θ’ αγαπηθούν από άλλα βήματα.


Απόπειρες, 1981





ΤΟ ΒΡΑΔΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ


Μέσα στην κάφτρα και τον καπνό που φωνάζει
είναι όλα τα τρένα των οχτώ.
Όλες οι απωθημένες σου σιωπές.
Είναι το βράδυ αυτό
                                      που στέκει
αμέτοχο δήθεν στον θάνατο.

Είναι τα δυο κιτρινισμένα δάχτυλά σου,
η στιγμή πριν και η στιγμή μετά τη στάχτη.


Η ώρα του λιμανιού, 1987





ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ VINCENT VAN GOGH

                                     Ι

Οι λεπτές αποχρώσεις του απείρου.
Ο ήλιος
               τα πινέλα
                                 το περίστροφο.
Μ’ ακολουθούν σαν μια πολύχρωμη σκιά,
τριάντα τόσα χρόνια.
Από τη Νάουσα στην Αρλ.
Από το Αιγάλεω στην Ωβέρ.
Από την εφηβεία στην πατρότητα
και από κει στ’ αστέρια.
Στ’ αστέρια που ζωγράφισες εσύ
μες στα σκοτάδια σου,
ω, εξαίσιε δάσκαλε της ερημίας!

Μ ακολουθούνε βήμα βήμα −
το Βορινάζ, τα κοράκια
οι απελπισμένες σου επιστολές,
κι εκείνο το Κίτρινο Σπίτι στην άκρη της νύχτας σου.
Στου ξυραφιού την κόψη.

Πώς να χωρέσουν όλα μες στο μπλε;
Πώς, τόσες και τόσες σκέψεις για την ομορφιά;
Συγκεχυμένα σχήματα, πυρπολημένες σημασίες.

Έβαλες το καπέλο σου μια Κυριακή
και πήρες το δρόμο τον πιο σύντομο,
αυτόν που παίρνουνε οι Φήμες.


                                     ΙΙ

Αφού όλα τα γεφύρια είχαν γκρεμιστεί,
αφού το χρέος σου απέναντι στα όνειρα,
το είχες επιτελέσει,
τι απέμενε;
Ο κερδισμένος θάνατος.
Ο θάνατος του χρόνου.
Ως ύστατο φως
από την κάνη άφησες να πεταχτεί· η ψυχή σου.

Έτσι απαλλάχθηκες −μια για πάντα−
απ’ τους πονοκεφάλους,
τα κρωξίματα.
τους άγονους έρωτες.
Θα ’ρθουν τα χρώματα;
Θα φτάσει εγκαίρως ο Τεό;
Θα. θα. θα.
«Θάνατος
σε όλες τις εκκρεμότητες του βίου», είπες
μ’ έναν πυροβολισμό.

Ω, άγιο ρήγμα του μυαλού!

Οι μέρες που ακολούθησαν έκτοτε,
είναι έτσι όπως τις χρωμάτισες εσύ Βικέντιε.
Έτσι όπως δεν μπόρεσε να τις χρωματίσει
… ο Θεός.

Είναι οι μέρες που έρχονται άξαφνα
απ’ της ψυχής τα ηλιοτρόπια βάθη.


Αντίστιξη των άστρων, 1997





         ~*~


Έγειρες, ήλιε.
Η πίκρα ανέτειλε
τα φεγγάρια της.



         ~*~


Κάποτε ήσουν
απέραντη θάλασσα.
Τώρα, μια στάλα.



         ~*~


Χωρίς μουσική,
μια λεμονιά χορεύει
μπρος στη θάλασσα.



         ~*~


Δέντρο του γκρεμού.
Στοίχημα κερδισμένο.
Τυχερό πουλί!



         ~*~


Αυτό το πουλί,
με σπασμένες φτερούγες,
για σένα πετά.


Κεριά θυέλλης (Με τον τρόπο του χαϊκού), 2005





Από την συγκεντρωτική έκδοση «Από το βάθος της αιτίας [Ποιήματα 1978-2005]», εκδ. Κουκκίδα, 2018.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου