Λαβύρινθος
Πόρτα
ποτέ δε θα υπάρξει. Κι είσαι μέσα
και
το μέγαρο αγκαλιάζει το σύμπαν·
δεν
έχει ούτε μπρος ούτε πίσω όψη
ούτε
περίβολο ούτε κέντρο μυστικό.
Μην
ελπίζεις πως ο απέραντος δρόμος
που
πάλι διακλαδίζεται σε άλλον,
και
πάλι διακλαδίζεται σε άλλον,
κάπου
τελειώνει. Το ριζικό σου αλύγιστο
σαν
τον κριτή σου. Μην περιμένεις να σου ορμήσει
ο
ταύρος που είναι άνθρωπος κι η αλλόκοτη,
πολύμορφη
όψη του σκορπάει τον τρόμο
μέσα
σ’ αυτό το μπερδεμένο πέτρινο κουβάρι.
Δεν
υπάρχει. Να μην ελπίζεις ούτε καν
μέσ’
απ’ το φοβερό σκοτάδι να φανεί το τέρας.
Ρουμπαγιάτ
Η
φωνή μου στου πέρση τα μέτρα γυρίζει
και
πως ο χρόνος είν’ εκείνα, μου θυμίζει
τ’
άπληστα όνειρα που υφαίνεις μέρα νύχτα
κι
ο μυστικός Ονειροπόλος σ’ τα σκορπίζει.
Και
μου θυμίζει ακόμα πως η φλόγα είναι στάχτη
η
σάρκα σκόνη, το ποτάμι οφθαλμαπάτη
που
καθρεφτίζει στα νερά του τη ζωή μας
καθώς
μας παρασέρνει στ’ ανοιχτά σε άλλα πλάτη.
Και
μου θυμίζει πως το αγέρωχο μνημείο
που
υψώνει η έπαρση, είναι μόνο ένα σημείο,
μια
λάμψη ασήμαντη, ένα μικρό χαλίκι
μέσα
σ’ Εκείνου το απύθμενο ορυχείο.
Και
μου θυμίζει πως τ’ ολόχρυσο αηδόνι
κελαηδά
για μια στιγμή κι ευθύς ψηλώνει
και
χάνεται στης νύχτας τους βυθούς, που τ’ άστρα της
σαν
το πολύτιμο χρυσαφικό κλειδώνει.
Πέφτει
το φως του φεγγαριού σ’ αυτόν το στίχο
που
γράφεις, και η λάμψη του πάνω στον τοίχο
του
κήπου γίνεται μαρμαρυγή γλαυκή
ψάχνοντας
μάταια της φωνής σου τον ήχο.
Να
’σουν κι εσύ όπως τις στέρνες −που αιώνες
κάτω
απ’ το φως του φεγγαριού αστράφτουν μόνες−
ένας
υδάτινος καθρέφτης που αντιγράφει
κάποιες
παράξενες, αιώνιες εικόνες.
Αν
ξανάρθει του πέρση η σελήνη, κι οι χαμένοι
της
άμμου ορίζοντες, στο χρυσάφι βαμμένοι.
Το
χτες είναι τώρα. Κι εσύ είσαι οι άλλοι
εκείνοι
που έχουν γίνει χώμα πια: οι πεθαμένοι.
Επίκληση στον Τζόις
Διάσπαρτοι
σε σκορπισμένες πολιτείες
όλοι
μαζί και ταυτόχρονα μόνοι,
υποδυόμασταν
τον πρωτόπλαστο Αδάμ
που
έδωσε στο κάθε πράγμα τ’ όνομά του.
Απ’
τις πλατιές κατηφοριές της νύχτας
εκεί
που συνορεύει με τα χαράματα της μέρας,
γυρεύαμε
(ακόμα το θυμάμαι) λέξεις
για
τη σελήνη, για το θάνατο, το πρωινό
και
τις υπόλοιπες συνήθειες του ανθρώπου.
Γίναμε
ο εικονισμός, ο κυβισμός,
οι
αποσυνάγωγοι, οι αιρεσιάρχες
που
τα μωρόπιστα πανεπιστήμια εκτιμούνε τώρα.
Επινοήσαμε
την απάλειψη της στίξης
τα
κεφαλαία γράμματα,
στιχουργήματα
των βιβλιοθηκάριων της Αλεξάνδρειας
σε
σχήμα περιστεριού.
Στάχτη
το έργο των χειρών μας
και
η πίστη μας φλεγόμενη πυρά.
Εσύ,
στο μεταξύ,
στις
πολιτείες της εξορίας,
αυτής
της εξορίας που για σένα ήταν
το
αποκρουστικό μα επιλεγμένο σου εργαλείο,
το
όπλο της τέχνης σου,
ύψωσες
τους δύσβατους λαβυρίνθους,
απειροστικούς
και άπειρους
εντυπωσιακά
ασήμαντους,
πιο
πολυάνθρωπους κι από την ιστορία.
Θα
πεθάνουμε χωρίς ν’ αντικρίσουμε
το
θηρίο το δίμορφο ή το ρόδο
που
αποτελεί το πολυδαίδαλο κέντρο σου,
η
μνήμη όμως συγκρατεί τα φυλαχτά της,
τις
απηχήσεις της απ’ τον Βιργίλιο,
και
έτσι στους δρόμους της νύχτας
διασώζονται
οι έξοχοί σου κάτω κόσμοι,
τόσες
διακυμάνσεις, τόσες μεταφορές
και
τόσα μαλάματα των ίσκιων σου.
Τι
σημασία έχει η δικιά μας δειλία
αν
έχει η γη έστω κι έναν γενναίο,
τι
σημασία έχει η λύπη
αν
μέσα στους καιρούς κάποιος ένιωσε ευτυχισμένος,
τι
σημασία έχει η χαμένη γενιά μου,
αυτός
ο θολός καθρέφτης,
αν
τα βιβλία σου τη δικαιώνουν.
Είμαι
οι άλλοι. Είμαι όλοι εκείνοι
που
περισώθηκαν απ’ τον πεισματικό σου μόχθο.
Είμαι
όλοι εκείνοι που χωρίς να τους ξέρεις τους σώζεις.
Μετάφραση: Δημήτρης
Καλοκύρης
Από
τη συλλογή «Το εγκώμιο της σκιάς» (1982).
Πηγή:
«Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα»,
Μετάφραση,
Εισαγωγή, Σχόλια: Δημήτρης Καλοκύρης.
Εκδ.
Ελληνικά Γράμματα 2006.
Στην
εικόνα: ο Jorge Luís Borges,
φωτογραφία της Grete Stern, 1951.
Πηγή
για την εικόνα: Wikipedia.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου