θέρισαν τη λαλιά μας
κι απ’ τη φωνή που κόπηκε
έμεινε η ρίζα με το αίμα
σκίζει την πέτρα για νερό
και πάλι ξανανθίζει.
Απ’ τ’ ανοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι ο ήλιος μες στη συννεφιά
σα Λάζαρος με σάβανο.
Έπειτα λάμπουν οι στολές των πεθαμένων
το μετάξι, τα χρυσαφικά, τα λεμονάνθια
όλα τ’ ανώφελα των ενταφιασμών
και τα μικρά σκεύη του κάτω κόσμου.
Πηγαίνουν σιγά, πλάι στα κυπαρίσσια
προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν
το σχήμα που τους έδωσε ο θάνατος
απλώνοντας τ’ αδύναμα χέρια τους
ν’ αγγίξουν λίγο φως ή τον αγέρα
αυτόν που ανασαίνουμε.
Φτωχά σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δεν ξέρουνε πώς να φερθούν·
γυρίζουν αφηρημένοι εκεί
κατά το μέρος που ολοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμούνται.
μονάχα σα να σε κατεβάζουν προσεχτικά απ’ το πρωί
χωρίς να τους δίνεις φρίκη
μέσα σ’ ένα άσπιλο σεντόνι και το νιώθεις
καθώς μετατοπίζουν τις σκάλες από καρφί σε καρφί
ώσπου μένουν τα τέσσερα σημεία στον άνεμο γυμνά, ματωμένα.
φύκια ξεριζωμένα από παλιές τρικυμίες
και τα φτερά σου νεκρά στον αγέρα
ψηλά με τις φωνές που δεν προφτάνουν
να γίνουν γλάρος κι άλλοτε
χρυσά και μαύρα στον αφρό
χωρίς ξεκούραση, χωρίς γαλήνη.
Και τούτος ο κάβος στο Βοριά
σα ραχοκοκαλιά δεινόσαυρου
καθώς γέρνει να γλείψει στα νύχια του
το αίμα από τα σπαραγμένα περιστέρια μας.
κρύβοντας τα πρώτα δάκρυα
πίκρα της θύμησης που στεγνώνει
σαν αλάτι στο κορμί και γύρω στα χείλια
πίκρα της μεγάλης ερημιάς
όπως όταν ξυλάρμενο σε βρίσκει το βράδυ
και γυρεύεις τ’ αστέρια που αγάπησες πολύ
μέσα σε κλειστά κοχύλια, βυθισμένα.
Κι ολοένα η μουσική απ’ τα κουπιά
και του νερού το λίκνισμα στα πλάγια
με τ’ όνομά σου που πεταλούδιζε σπασμένο
παιγνίδι των ίσκιων, της νυχτερίδας χορός.
εδώ που τελειώνουν οι μέρες, ο καιρός κι η θάλασσα
γυμνή κι ολομόναχη
μες στο βαθύ κυμάτισμα της πετρωμένης άμμου
μέσα στα σάπια φύκια ίδιος αρχάγγελος
ματίζοντας τα τρυπημένα δίχτυα μας
ενώ σε ταξιδεύει ο ύπνος στα νησιά του.
μες στον περίγυρο της μνήμης σου
που ολοένα στενεύει·
τι γυρεύεις κι έρχεσαι και μας ξυπνάς
μια ώρα περασμένα τα μεσάνυχτα
με μια φωνή πνιγμένου στο σκοτάδι
αφού το ξέρεις
δώσαμε τ’ όνομά σου στο καράβι μας
στην ψυχή μας,
πήραμε τα μαύρα πέλαγα
κι ούθε φυσήξει.
καθώς τραβάμε τα σκοινιά
τα δάκρυα με προδίνουν.
Συλλογισμένος τα σφουγγίζω με το σκούφο μου
κι όλο ρωτάω
αν ήσουν όνειρο στην πλώρη μας
αν ήσουν…
ακούγοντας ν’ ανεβαίνει τη σκάλα
μες στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.
ματόκλαδα και χείλια που τα ’σκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους συντρόφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης.
σχεδιασμένο στη στάχτη του κρεβατιού
με το φτερό του ύπνου
είδα να χάνεται το λίγο που έμενε από τη νύχτα.
Κι επειδή πολύ φοβήθηκα τη λησμονιά
έσκυψα στην ανάσα της και πήρα
την πάχνη ενός φιλιού.
μήτε το λίγο που έμενε από τη νύχτα
αλλά κάτι φυλαγμένο μέσα μας από καιρό
και πάλευα να το κρατήσω.
ήταν ζωή ολόκληρη
ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως.
Πηγή: «Γιώργης Παυλόπουλος, Ποιήματα [1943-2008]», εκδ. Κίχλη, 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου