Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

Μαρίκα Συμεωνίδου, "Ξέρεις πού οδηγεί"




ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ


Ξύπνησα έχοντας στο χέρι μου
Το άγαλμα της Αθηνάς
Σοφό το όνειρο
Που δε γίνεται πραγματικότητα
Που σε ξεβολεύει
Όπως ο φίλος που χάθηκε πρόωρα
Όπως η βροχή στο τζάμι
Από μέσα
Δάκρυ.





ΜΟΥΣΑ


Είσαι του έρωτα ανασκόπηση
Είσαι φιγούρα του Botticelli
Είσαι εκείνη που με κάνει
Να καταπίνω λέξεις
Είσαι η αρχιτεκτονική της σιωπής.





ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ


Στον άνεμο
αρέσει σαν ποιητής
Να χαϊδεύει
τα μαλλιά των λέξεων
Άλλες να τις πετάει κάτω στο λευκό χαρτί
Και να τις τσαλακώνει
Κι άλλες να τις φυλάει
σαν φλογίτσες στην παλάμη του.





ΑΠΡΙΛΗΣ


Έχω ραμμένα στο παλτό μου
δύο δάκρυα
από την άνοιξη εκείνη που σε αρνήθηκα.

«Όταν έχει μπει ο Απρίλης και σου ’χει ανακατέψει τα μαλλιά»
«Μυρίζω βροχή, το ξέρω»
Κάθε που βρέχει
Μαζεύω λέξεις, στάλα
στάλα τις κόβω.

κι όμως η ομορφιά γεννιέται στον θρυμματισμένο ήχο
ενός λουλουδιού.

Όλοι θα ξεχαστούμε
Κι οι στίχοι θα λιώσουν σαν κεριά.





Έλεγε συνέχεια…

ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ


Το άρωμά της
Όπου κι αν περνούσε
Μύριζε ρόδο

Ένα ποίημα
ξεδιπλώθηκε μέσα
στα βλέμματά τους

χάσανε χρόνια
πολύτιμα λέγοντας
πολλά σ’ αγαπώ.

Το σκοτάδι του
Το φιλί της φωτίζει
Μάη θυμίζει

Αγάπη είναι
οι ακτίνες του ήλιου
στην αγκαλιά σου





Από τη συλλογή «Ξέρεις πού οδηγεί», ΑΩ εκδόσεις, 2020.

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Γιώργος Θέμελης, "Το δίχτυ των ψυχών"





Αρχαγγελικό σπαθί


Τα μάτια μου τι να τα κάμω,
Τα μάτια μου τα σκοτεινά,
Όπως τα μάτια των σκοτωμένων.

Όταν σε βλέπω, γίνεσαι άφαντη,
Αθέατη πίσω απ’ την πυκνότητα.
Ως να μην είσαι, να λείπεις,
Να ’χεις μαζέψει την ψυχή.

Κι έμεινε μόνο η θλίψη σου και με γεμίζει.

Όταν δε με βλέπεις, φτωχαίνω,
Όσο πάω, φεύγει το αίμα.
Πεινώ και κρυώνω, αδειάζω.
Γίνομαι σαν τον αδικημένο, το γυμνό.

Όταν ανοίγεις τα βλέφαρα,
Το βλέμμα σου κρέμεται πάνω μου
Σαν τον ζυγό μιας μοίρας που ζυγιάζεται,
Σαν αρχαγγελικό σπαθί που τρέμει
Μετέωρο: να πέσει − να μην πέσει.

Όταν μ’ αφήνεις,
Είμαι η άδεια θέση,
Τ’ άδειο κορμί, το κούφιο στήθος,
Γεμάτο αντίλαλο, κομμένη ανάσα.

Όπου κι αν πάω, σ’ όποια
Πτυχή της μοναξιάς κρυφτώ
Με τις αισθήσεις μου όλες κλειστές,
Σαν κατοικία αισθάνομαι εγκαταλειμμένη,
Ήχους γεμάτη, βήματα, σιωπή.

Η απουσία σου αδειάζει το σώμα, ερημώνει το πρόσωπο.





Θυρόφυλλα


Είμαστε άλλοι, τόσο άλλοι
Μες στο πλησίασμα, όπως
Θυρόφυλλα, που γέρνουν το ένα στο άλλο,
Σμίγουν, αλληλοασπάζονται, σφαλούν,
Μοιράζονται τον ύπνο, το φιλί, στα δυο,
Χωρίζοντας τα κόκαλά τους,
Μες στο σπαραχτικό τριζοβόλημα, στη σιωπή.

Είμαστε τόσο άλλοι μες στο πλησίασμα.

Δυο μαύρα στίγματα σμιχτά στο φως,
Δυο στίγματα, δυο φύλλα, δυο κορμιά.

(Έξω ουρλιάζει η ερημία στους διαδρόμους).


[Από την ενότητα «Το δίχτυ των ψυχών»]





Ο άλλος


Κάποιος μπαίνει ανάμεσά μας πίσω από την όψη μας,
Έρχεται και μπαίνει κάποιος άλλος.

Γεύεται τη γεύση μου, όταν σε γεύομαι,
Αγγίζει το άγγιγμά μου, όταν σ’ αγγίζω,
Όταν σου σπέρνω τα χέρια μου, τα χείλη μου,
Να φυτρώσουν στη σάρκα σου να με θυμάσαι.

Μπαίνει ανάμεσά μας, ζεσταίνεται
Μες στην ζεστήν αγάπη μας, την έχει φωτιά του.


[Από την ενότητα «Μετάσταση»]





Μελέτη ψυχής

                                                Μην είδατε την ψυχή μου;
                                                                «Δενδρόκηπος»

II


Ερείπια πέφτουν στην ψυχή μου,
Ερείπια ουρανών, ερείπια ήλιων.

Πέφτουν βουνά, πέφτουν φτερά μεγάλα,
Οι Άγγελοι που μπήκαν στα όνειρά μου.

Η λάμψη όλη θαμπώθηκε, σωριάστηκε το φως
Σε σκοτεινές στοές, μες σε μεγάλες λίμνες.

Το φως που είδαν και μάζεψαν τα μάτια μου.

(Πανέμορφά μου πρόσωπα νεκρά,
Τρυφερά μου ένσαρκα προσωπεία,
Σα λαβωμένα πουλιά ή ραγισμένα αγάλματα,
Αχνά από θλίψη, γυμνά από κάθαρση,
Άπειρα πένθιμα, άπειρα σιωπηλά).

Είναι κάπου, αντανακλά μια πυρκαγιά.

Ένας καθρέφτης είναι ο μέσα κόσμος,
Ένας καθρέφτης μέσα μου και δεν τελειώνει.




V


Πώς θα μπορέσω ν’ αναπαύσω την ψυχή μου.

Γέμισα χτύπους και τριγμούς,
Σαν κάποιος μέσα μου να θορυβεί,
Σαν κάποιος να στηθοδέρνεται.

Ίσως αυτό που λέμε τύψη
Να ’ναι ένας δαρμός,
Ένας κρυφός δαρμός ή θρήνος.

Κόψη αόρατου φτερού που παραδέρνει.

Μέσα μας δέρνεται, μες σε κλειστά τοιχώματα,
Χωρίς ν’ ακούει κανείς, δίχως αντίλαλο,
Καθώς μέσα σε τέσσερις τοίχους.

Χτυπάει, χτυπιέται και ματώνει.


[Από την ενότητα «Μελέτη ψυχής»]





Από τη συλλογή «Το δίχτυ των ψυχών», (1965).
Πηγή: «Γιώργος Θέμελης - Δενδρόκηπος και άλλα ποιήματα», [(Επιλεγμένα ποιήματα 1923-1975). Εισαγωγή, επιλογή, επιμέλεια: Πέτρος Γκολίτσης. Επίμετρο: Χρήστος Μαλεβίτσης.]
Εκδόσεις Ρώμη, 2019.

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Χρυσούλα Παπακυριάκου, "Των γραμμάτων"




~*~

Τα μικρά αναλαμβάνονται στον ουρανό.
Τρυπούν το θόλο του με φόρα και σκάζουν
σα μπουμπούκια στον παράδεισο.
Της αλφαβήτου.





ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΑ ΕΘΙΜΑ


Ρίχνει στη χύτρα όλο μαζί το στάρι.
Τα σύμφωνα μετά.
Τα ’χει μουσκέψει αποβραδίς
στα όνειρα της μνήμης.
Τα ανακατεύει ελαφρά για να υποταχτούν
στων φωνηέντων την αιμάτινη γενιά,
τη φύτρα της φωνής.

Σε άσπρη πετσέτα στεγνώνει το στάρι
από τα δάκρυα.
Τα καρυκεύει με θαυμαστικά,
τελείες, εισαγωγικά και άλλα
στίξεως σημεία.
Τα σερβίρει στο ιβουάρ τραπεζομάντιλο
της άγραφης σελίδας.

Τηρώντας τα κατά παράδοση διαβατήρια έθιμα
τα μοιράζει σιωπηλά όπως η μάνα την ανάσταση
κεράκια αναμμένα
για τους κεκοιμημένους.





ARIEL

                        «εξ αλλοτρίων ποθέν ναμάτων
            διά της ακοής πεπληρώσθαι με δίκην αγγείου»
                                         ΦΑΙΔΡΟΣ


Ας μας πάρει απόψε ο χορός των νυμφών.
Το ασημένιο νερό, το φεγγάρι,
η δροσιά των βουνών ας μας πάρει,
το σπίθισμα των αστεριών,
η γλυκιά μουσική των βουνών.

Στην πατρίδα σου αυτή του βορρά
όλα στο φως της γυαλίζουν.
Ας μας πάρει κι η θλίψη μαζί,
στην υγρή αγκαλιά της η λίμνη
και η σκουρόχρωμη γη.

Οι γραμμές του ορίζοντα
είναι του δικού σου προσώπου γραμμές.
Μέσα εκεί λιγοστεύει το φως και με σφίγγει.
Ας με πάρει και μένα, ας γίνω δαυλός, να καώ,
να φωτίσω κι εγώ την πνοή σου.





«ΚΝΙΔΙΑ» ΑΦΡΟΔΙΤΗ


Κάθε βράδυ
κοιμάται στο μουσείο
μες στην αδιατάρακτη ακινησία της
η «Κνιδία» Αφροδίτη.
Καμιά στο μέτωπό της τύψη.
Κι η τέλεια γραμμή των παρειών
ανέγγιχτη κι ο κυματισμός των μαλλιών.
Συνωστισμός αιώνων στων ματιών την προσήλωση.
Ζηλευτή ωραιότητα,
πόθος ανδρών

Όλα τα δίνει για μία δόνηση
απ’ του κορμιού το πολύβουο πανηγύρι.





ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ


Όχι εκείνη των γιατρών, όχι των καρδιολόγων.
Αλλιώτικη ανεπάρκεια.
Θαμπώνει την αγάπη,
θολώνει την αστραφτερή διαύγεια του κόσμου.
Στο τέμπο της ασίγαστο κενό
την κάνει βουβό αστέρι,
την κάνει αγάπη ανεπαρκή,
αδύναμο αλητάκι.

Αγαπημένη Ποίηση,
θρέψε το αλητάκι μου
να δυναμώσει μία σταλιά,
να γίνει σαν το νου μου,
που δρασκελάει τους ουρανούς
με προσφιλή ποιήματα στη σκέψη μου αλτήρες.





Από τη συλλογή «Των γραμμάτων», εκδ. Παρασκήνιο, 2017.

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Μενέλαος Λουντέμης, "Ποιήματα"





ΜΗΝ ΑΡΓΕΙΣ


Μην αργείς. Τούτο μόνο σου λέω. Μην αργείς.
Γιατί σε λίγο, σαν θα χτυπάς την πόρτα μου,
θα νομίζω πως είναι τα γηρατειά,
πως είν’ ο χειμώνας, πως είν’ ο θάνατος.
Μην αργείς.

Στάσου κι αφουγκράσου κάτω απ’ τα σπίτια
κι απ’ τους δρόμους που περνάς.
Απ’ τα παράθυρα κρέμουνται τα χέρια μου
και σε καλούν.
Στάσου κι αφουγκράσου κάτω απ’ τα σπίτια.
Σ’ όλα κυλάει ο αέρας σου.
Όλα ξέρουν τ’ όνομά σου.
Μην αργείς.

Να σε περιμένω είναι πιο γλυκό κι απ’ το να ’ρχεσαι.
Είναι σαν το σκάσιμο της μυγδαλιάς.
Σαν το πανί που πλέει στο λιμάνι.
Σαν κελάηδισμα, σαν γέλιο πρωινό.

Να σε περιμένω είναι σαν να ξανάρχομαι στη γη.
Στο δρόμο μην αργείς. Είναι γιομάτοι Φαίακες,
είναι γεμάτοι πλάνεμα, οι δρόμοι.
Οι δρόμοι γλιστρούν, χυμούν αρπαχτικοί
και κλέβουν.
Μην αργείς.

Μην αργείς. Γιατί, ώσπου να ’ρθεις,
θα περπατήσω όλη την Υδρόγειο του πόνου μου.
Θα περπατήσω όλα τ’ αγκάθια, κι όλους τους γκρεμούς.
Γιατί να περιμένω είναι σαν να πεθαίνω.
Γι’ αυτό: Μην αργείς.


Κραυγή στα πέρατα (1954)





Ο ΤΡΕΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΒΕΛΟΣ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ

Ι

Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένα γραμμόφωνο.
Ένα ολομόναχο γραμμόφωνο.
Ή μπορεί και να μην ήταν κανένα γραμμόφωνο
και να ’ταν μόνο ένα τραγούδι.
Ένα ολομόναχο τραγούδι
που ζητούσε ένα γραμμόφωνο
για να πει τον καημό του.

Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας έρωτας.
Ένας ολομόναχος έρωτας
Με μια πλάκα στη μασχάλη
που γύρευε ένα γραμμόφωνο
για να πει τον καημό του:
έρωτα, μη σε πλάνεψαν
άλλων ματιών μεθύσια
και μες στα κυπαρίσσια
περνάς νεκρή σκιά;
Έρωτα αδικοθάνατε
έρωτα χρυσομάλλη
αν σ’ είδαν με μιαν άλλη,
ήταν η Λησμονιά.


ΙΙ

Μια φορά κι έναν καιρό
δεν ήταν ούτε ένας έρωτας,
ούτε ένας πόνος,
ούτε ένας καημός,
παρά μισός έρωτας, μισός πόνος,
μισός καημός,
και μια σπασμένη πλάκα στη μασχάλη
που τραγουδούσε το μισό σκοπό:
Έρωτα μισέ… Έρωτα μισέ…
Θεέ μου! Δε βρίσκεται
ένα συμπονετικό χέρι
να σηκώσει τη βελόνα,
και να ακουστεί ξανά
ολόκληρο το τραγούδι,
ολόκληρος ο έρωτας,
ολόκληρος ο πόνος;

Έρωτα, μη σε σκότωσαν
με μαγεμένα βέλη,
έρωτα Μακιαβέλη
Αγαρηνέ φονιά;

Τα μάτια που σε χάιδεψαν
με δάκρυα πικραμένα
καρφιά ήταν πυρωμένα
κι η αγάπη μια απονιά.





ΑΝΑΜΟΝΗ


Σε περιμένω. Μη ρωτάς.
Μη ρωτάς γιατί περιμένει − κείνος
που δεν έχει τι να περιμένει
κι όμως περιμένει.

Σε περιμένω.
Γιατί αν πάψω να περιμένω,
είναι σα να πάψω να βλέπω,
σα να πάψω να ελπίζω −
να πάψω να ζω.

Αβάσταχτο είναι
πικρό είναι...
να σιμώνεις αργά στ’ ακρογιάλι
κι όμως να μην είσαι ναυαγός
ούτε και σωτήρας,
παρά μόνο ναυάγιο!

Σε περιμένω. Μη ρωτάς.
Μη ρωτάς τι περιμένει
ένας που χάθηκε στην έρημο.
Ένα δέντρο, λίγο νερό, ένα δρόμο.
Προπάντων ένα δρόμο περιμένει.
Κι ας μη βγάζει πουθενά.





ΣΕ ΜΙΑ ΜΕ ΤΑ ΣΤΑΧΤΙΑ


Θαρρούσα ως τώρα, φίλοι μου καλοί,
Θαρρούσα –ως τώρα–
πως όλα βάδιζαν στη γη
με το αληθινό τους χρώμα.
Η χαρά άσπρη. Η θλίψη χλωμή.
Ο έρωτας ρόδινος.
Ο θάνατος μαύρος.
Έτσι θαρρούσα.

Και περνούσα τις μέρες μου
με τα χρώματά μου τακτοποιημένα,
με τα όνειρά μου συγυρισμένα,
με τα ποιήματά μου καθαρογραμμένα.
Γιατί έτσι νόμιζα.

Μα μια μέρα, φίλοι μου καλοί,
μια μέρα ένα σταχτί σύννεφο
άφησε τον ουρανό του
και χύθηκε στη ζωή μου.

Ένα σταχτί μυρωμένο σύννεφο
(αλαφροπερπάτητη η Αγάπη,
ντυμένη στα σταχτιά).

Και τότε –ξάφνου!–
όλα χάσαν τη θωριά τους.
Σταχτιά έγινε η χαρά.
Σταχτιά κι η θλίψη.
Σταχτής κι ο έρωτας
και σταχτής –αλίμονο– κι ο θάνατος!

Ω, σειρήνα εσύ,
εσύ που τα ’βαψες όλα τεφρά,
γιατί δεν άφησες έστω το θάνατο
–τουλάχιστον αυτόν–
να με πάρει με τ’ αληθινό του χρώμα;



Κοντσέρτο για δύο μυδράλια κι ένα αηδόνι (1973)


Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Γιάννης Κοντός, "Τα απρόοπτα"




Ανασκαφές 1972


Οι λέξεις κύλησαν από το στόμα.
Σβήσανε μες στο σκοτάδι.

Κοιτάζεις την άλλη μεριά του σήμερα
και

το άγαλμα του ποιητή σηκώνεται
ζεστό ακόμη, τινάζοντας το χώμα από πάνω του.

Τώρα κατεβαίνει τη Σταδίου
γελώντας δυνατά.

(Οι αρχαιολόγοι − οι τυμβωρύχοι
το ’βαλαν στα πόδια βρίζοντας.)





Η σκάλα


Όπως κατεβαίνεις σκάλα βαθιά
που τρίζει και το σκοτάδι
είναι υγρό και κολλάει πάνω σου.

Άξαφνα
παραπατάς.
Γκρεμίζεσαι.
Γύρω πορτοκάλια, ρολόγια και άλλα
είδη καθημερινής χρήσεως.

Ανάβουν φώτα και φωνές
από διάφορες μνήμες.

Μακριά ακούγεται σειρήνα.

Βέβαια δεν έρχεται κανείς.





Πάλι η βροχή


Εδώ μέσα δεν βρέχει.
Ο ουρανός είναι καλά καρφωμένος.

Πίσω από την παραπάνω τελεία
σας κοιτάζω που κλέβετε στο ζύγι.

Αυτός που περνά τώρα,
φοράει το κεφάλι του για καπέλο.

Ο καιρός το γυρνάει πάλι στη βροχή.
Ο ουρανός μπάζει νερά.

Έπρεπε να χρησιμοποιήσω ανεξίτηλη μελάνη.

Θα μείνει όμως ένα στεγνό τραγούδι
να σας τρομάζει.





Κίνδυνος στην πόλη


Απόψε δεν γράφονται ποιήματα.

Ο τρελός ξέφυγε μ’ ένα όπλο
και ρίχνει στο ψαχνό.
Όλα τον δείχνουν − αλλά
κανείς δεν βλέπει.

Τρέχω − τρέχουμε.
Σκοντάφτω στον εαυτό μου.

Ο ποιητής παριστάνει
το οπωροφόρο δέντρο για να
γλιτώσει τον ξυλοκόπο.





Η ουσία των πραγμάτων


Μισοφωτισμένοι διάδρομοι.
Χτισμένες πόρτες.
Κυνηγάς έναν άνθρωπο για να μιλήσεις.
Τσαλαβουτάς στα νερά.
Σκοντάφτεις σε δεμένα χέρια.
Ανάβουν εκατομμύρια φώτα
πάνω απ’ το κεφάλι σου.
Σβήνουν.
Μετά σημαδεύουν τον πλαϊνό σου
και πέφτουν πάνω του σαν κοράκια.
Ένας τρίτος προσπαθεί να κλάψει.
………………………………………………………….
Βέβαια ωραία είναι η φιλοσοφία
και τα καλοβαλμένα πάρκα, ακόμη και οι αρχαιότητες
− δε λέω − αλλά εδώ η ζωή βρίσκεται στα τελευταία της.
Όπως χάνεται μια λίμνη όσο προχωρούν τα αποξηραντικά
έργα.

Και άρχισε να μας σκεπάζει ένα βουβό
λευκό χρώμα, σκληρό σαν πέτρα.





Από τη συλλογή «Τα απρόοπτα», (1975).

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020

Μελισσάνθη, "Προφητείες"




Ο ποιητής


Είμαι της ζωής ο αλήτης κι έχω για σκηνή
τη γαλάζια σκέπη
Φεύγουν και γλιστρούνε σαν πεντάρες οι ώρες
από τρύπια τσέπη
Πάνωθέ μου, κήποι κρεμαστοί οι ουρανοί
Στης νυχτιάς τον κλώνο
δρέπω τα όνειρά μου ξωτικές οπώρες
Απ’ τα νέφη δένω μαγικές αιώρες
και το στίχο απλώνω −νήμα τεντωτό−
από αστέρι σε άστρο για να περπατώ
Με ρυθμό χορού πηγαίνω και στο πλήθος βιαστικό
καστανιέτες κρούω τις ρίμες κι όλο τραγουδώ
Πλέκω υφάδια νεραϊδένια με το στίχο
υφαίνω σάδια
και στις δημοσιές τα στρώνω
Όπου με βολεί ξαπλώνω
οι φωνές δεν με σκοτίζουν
και φυσούν οι ιδέες χάδια
και με νανουρίζουν
Σμάρι οι κόσμοι από μελίσσια
στα ψηλά στριφογυρίζουν
Απ’ του απείρου την κυψέλη
μες στων στίχων την κερήθρα τα νοήματα περίσσια
στάζουν μέλι

Μαύρο αγκάθι αν μ’ αγκυλώσει
το φαρμάκι του ρουφάω με τα χείλη στην πληγή
και το αίμα μου κι εκείνο σαν γλυκό κρασί
που με δυναμώνει
Κι από τα μισόκλειστα ματόφυλλά μου
σαν απ’ της ψυχής μου κάποια χαραμίδα
της ζωής τα μυστικά κρυφοκοιτώ
Άστρα που κυλούνε και τα δάκρυά μου
στο λαιμό μου γύρα χάντρες τα περνώ
στη λεπτή αλυσίδα
δουλεμένου στίχου
Με το στόμα πάνω στο χρυσό μου αυλό
σαν γλυκό εραστή μου πάντα τον φιλώ
και τα πάθη σαγηνεύω φίδια με τα μάγια του ήχου

Νύχτα, με τα πόδια περπατώ γυμνά
ξεψυχούν λουλούδια
έξω απ’ τις κλεισμένες θύρες τα τραγούδια
Νύχτα δίχως φώτα η πόλη, σκοτεινά
Και περνώ κοιτώντας στ’ ουρανού τα πλάτια
τη ζωή στα μάτια.





Σφίγγες


Μέσα στα σκότη −ω, των πλασμάτων σπαραγμός−
σε τραγική είναι μόνωση οι άνθρωποι κλεισμένοι
Το σώμα ανάμεσά τους στέκεται ως φραγμός
κι αίνιγμα απρόσιτο ο ένας για τον άλλον μένει

Η απόγνωση το ερωταγκάλιασμά τους δένει
κι είναι το φίλημά τους αγωνίας λυγμός
Μα ό,τι κι αν κάνουν μένουν πάντα χωρισμένοι
μάταιος της αγάπης ο εναγκαλισμός

Κρεμιέται απ’ των ματιών την άβυσσο η ψυχή τους
βλέπει του νου να χάσκει ο απύθμενος γκρεμνός
κι ο ίλιγγος σαν κρασί μεθά την αίσθησή τους

Και μες στης νύχτας το μυστήριο τυλιγμένοι
με τ’ άστρα του καθώς τους ραίνει ο ουρανός
σαν Σφίγγες αντικρύζονται οι ερωτευμένοι.





Ησυχασμός


Της ανεμόδαρτης ψυχής μου η λίμνη ακινητεί
και λάδι απόψε χύνεται του ησυχασμού η γαλήνη
στην τρικυμία των παθών, απ’ τ’ ανοιχτό λαγήνι
που η φωτισμένη νόηση του πόνου μου κρατεί

Πλέοντας μέσα στου αχανούς την απεραντοσύνη
γαλάζιοι, απόψε, οι στοχασμοί μου ανοίγονται λωτοί
Κι ανάμεσα σε δυο άπειρα φαντάζει κρεμαστή
καθρεφτισμένη όλη η έναστρη νυχτιά σε μένα ως κλίνει

Μιας νέας επικάλυψης το φως δέχεται ο νους
στης έκστασης τους μαγικούς που υψώνεται ουρανούς
Κι όπως του κόσμου τ’ όραμα γερμένο αντιφεγγίζει

τη νύχτα αυτή στο τρομερό Μυστήριο προσεγγίζει
−Το θαύμα πότε γίνηκε κι ανάβλεψε ο τυφλός;−
Μέσα στου ανθρώπου την ψυχή γνωρίζεται ο Θεός!





Ίλιγγος


Κλεισμένη στου κρανίου μου το γρανίτη
η σκέψη μου οργιάζει και σφυρά
σκάβοντας σπήλαια κι άντρα φοβερά
με φαντασία διαβολικού τεχνίτη

Κι εμπρός σε βάραθρα που ο νους μου φρίττει
μ’ αακράτητην ορμή κατηφορά
Κάτου βογγούνε σκοτεινά νερά
σε χείμαρρου ξεχειλισμένη κοίτη

Της τρέλας ο ίλιγγος παραμονεύει
με του φιδιού το βλέμμα σαγηνεύει
και την τραβάει μαγνήτης στο γκρεμνό

Χίλια γυαλένια μάτια την κοιτούνε
λιθάρια, οι λογισμοί κατρακυλούνε
και ξαφνικά· πηδάει μες στο κενό.





Φρίκη


Απόψε ο νους μου έχει κλειστεί
μες στο κελί του το ρημάδι
Τις μαύρες σκέψεις παίρνει υφάδι
το ράσο πλέκει του ασκητή

Μα ως στημονίζει την κλωστή
του λύχνου σώνεται το λάδι
κι από των τρόμων το πηγάδι
βγαίνει φωνή μουρμουριστή

Στέκει… αφουγκράζεται… κοιτάει
πάνου στα νύχια περπατάει
Κανείς! Παντού ησυχία… Μιλιά

Μες στο σκοτάδι ανατριχιάζει
μ’ άξαφνο γέλιο τον τραντάζει
κι η τρέλα σφίγγει τη θηλιά.





Από τη συλλογή «Προφητείες» (1931).