ακολουθάω τα πουλιά, τις θαυμαστές τους πτήσεις,
μεγάλα σμάρια, σαν προσκυνητών μετακινήσεις,
που χάνονται στην αίσια του φθινόπωρου γαλήνη.
βλέπω σαν όνειρο τα δειλινά τους πεπρωμένα
και νιώθω τι των ρολογιών οι δείχτες λεν για μένα.
Ναι, ακολουθώ το πέταγμά τους πάνω από τα νέφη.
Θρηνεί στα γυμνωμένα τα κλαράκια το κοτσύφι.
Τρεκλίζει κόκκινο κρασί σε σκουριασμένο φράχτη −
τρυπούσ’ των πηγαδιών τα μαύρα φιλιατρά: μα με ύφη
γαλάζιων αστρανθιών το ρίγος μου στον αέρα εστάθη.
(2o σχεδίασμα)
οι σκοτεινές φωνές
μες στο χωριό που νυχτώνει· σαν ψιλόβροχο τινάζονται
φωτιές στο σιδεράδικο.
Απότομα, με βία σηκώνετ’ όρθιο ένα μαύρο άλογο· οι
υακίνθινοι της παρακόρης βόστρυχοι
κυνηγούν των πορφυρών του ρουθουνιών τον ζήλο.
Ανάκουστο στις παρυφές του δάσους κοκαλώνει της
ελαφίνας το κάλεσμα
και τα κίτρινα άνθη του φθινόπωρου
γέρνουν πάνω από την όψη τη γαλάζια της λίμνης αμίλητα.
Με φλόγα κόκκινη κάηκε ένα δέντρο· φτεροκοπούν με
φάτσες σκοτεινές οι νυχτερίδες.
(2. Fassung)
είναι η ικεσία, όταν η καμπάνα μάς φωνάζει όλους·
ή των εκκλησιών τα μισοφώτιστα ιερά·
η οι τρούλοι τους, γαλάζιοι σαν και τους ουράνιους θόλους·
οι σκοτεινοί των πλατειών οι αντίλαλοι, οι πνιχτοί·
της βρύσης οι σταλαγματιές: γαλήνιοι, ήπιοι βόγκοι
γλυκοί, σαν ακατάληπτη ομιλία παιδική.
και προσευχές, που ’χω ξεχάσει πια, να ψιθυρίζω,
και θλίψη πρώιμη το βλέμμα μου να βάφει γκρίζο.
εικόνα γυναικός με πένθιμα άνθη να με πνίγει,
ν’ αδειάζει επάνω μου όλο αναθεματισμένα ρίγη.
Οι Φαύνοι στα βουρκόνερα παραμονεύουν·
στα φύκια μέσα και στις καλαμιές κρυμμένες
οι Νύμφες οι κομψές κοιμούνται, γαληνεύουν.
χρυσές τις πεταλούδες λες πως τώρα θα ’χες·
στη βελουδένια χλόη βγαίνει σαν τον κλέφτη
αλλόκοτο ένα ζωντανό με δύο ράχες.
ο Ορφέας κρούει: του έρωτα τερπνά λογάκια·
στις τρυφερές και παιχνιδιάρικες αχτίδες
των τραγουδιών του ενώνονται και τ’ αηδονάκια.
στης Αφροδίτης τη μορφή και πάλι τώρα.
κι απ’ του κεχριμπαριού τον μόσχο ραντισμένη
μες στα βαθιά σκοτάδια πυρακτώνεται η ώρα.
και η ομίχλη καταπράσινη κι εσπερινή ανεβαίνει
και ήχο βιολιών ακούς σ’ ένα όνειρο να σε πηγαίνει,
και σε χορό οι υπηρέτριες τώρα τρέχουν με τη στάμνα.
τα γέρικα σμιλάκια τα διατρέχει ανατριχίλα.
Απ’ τα γυμνά και πεθαμένα των τζαμιών τα φύλλα
οι σκιές των χορευτών μπροστά από μας περνούν
και πάνε.
και μες στο δάσος κάλεσμα μοναχικό αντηχάει.
Ζητιάνοι ξάπλα στα σκαλάκια ακούν τι τους ζητάει
να δεηθούν άλογα με προς τον Κύριο παραστάσεις.
Βουβά βοούν, κατάφορτες με παγωμένα νέφη,
οι αψίδες των δεντριών, κι ο θόλος τους εκεί όλο γνέφει
στους εραστές, στη λίμνη, που ξαπλώσανε αγκαλιασμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου