αναποφάσιστο
ώσπου
τα σύννεφα,
βαριά και σίγουρα, οριστικά τη μέρα
να του κλέψουν.
σ’ ένα δειλό,
σκιαγμένο θα’ λεγες, κυματισμό
κάτω από τόσους μαυροφόρους οιωνούς.
Μην είναι πίστη καρτερία
ενάντια στην μπόρα που σιμώνει
η σιγαλή ετούτη θάλασσα;)
ο ψίθυρος του φλοίσβου αναδίνει.
Κι η πνοή που τον κινεί
σταθερά απ’ του βοριά μάς έρχεται τα μέρη.
αραδαριά τα ψαροκάικα: η ΕΛΠΙΔΑ η ΓΑΛΗΝΗ
ο ΑΪ ΝΙΚΟΛΑΣ κι η ΦΩΤΟΥΛΑ. Πιο κει
ένα κρίνο έγινε καΐκι.
απ’ του θέρους το λιοβόρι
μακάριος φλόκος νιώθω
που άνεμος πρύμος συνεπαίρνει.
Φρέσκος αέρας ζωντανός
σιγουρεύει την ανάσα.
Απολαμβάνω την πνοή της θάλασσας
σαν μισθοφόρος Έλληνας του Κύρου.
(ιδού ένα φάντασμα
απ’ τα πολλά που με στοιχειώνουν)
δυο χρόνια τώρα πεθαμένη
τι να γυρεύεις ξαφνικά
εδώ
ανάμεσα στα φύκια που ευωδιάζουν;
Σου θύμισε τα δάκρυα η άρμη;
τα δάκρυα που δεν έχυσα;
τη λύπη που δεν ένιωσα;
Ώς και στον τάφο σου είπες θα θυμάσαι
τα λόγια τις πράξεις
που αψήφησαν το θέλημά σου.
Μα τα δικά σου λόγια τις δικές σου πράξεις
(βέλη της μικρόψυχης βαλλίστρας σου)
η στάχτη αυτή που τώρα είσαι
τα θυμάται;
μπροστά στην περίσσεια τη δική σου.
Με βόλεψαν,
μου δώρισαν προσχήματα, μητέρα,
οι κατάρες σου
τόσα που
δεν απάλυνα τον πόνο σου,
δεν επέτρεψα στην αγάπη να μιλήσει
κι ας μην ήσουν πλέον νόμος
μα άνθρωπος σπλάχνο που με γέννησε
σπίτι παρταλιασμένο πια.
κι απόδιωξα την ενοχή. Μα σήμερα
βροχούλα ξαφνική η σκέψη σου
μ’ έκρινε φυγόδικο φυρό κι η λύπη
ράγισε το κρύσταλλο του στήθους μου.
Δεν απάλυνα τον πόνο σου.
Μα ήμουν μόνος.
Σε μέτωπα πολλά πολεμούσα.
Οι κραυγές πολλές. Κι εγώ αδύναμος,
στα πόδια σου μπροστά, ποθούσα να πεθάνω, μάνα.
λαμπρό της καταιγίδας ν’ ανεβεί
το έργο.
Απλώνει το κατάμαυρο σεντόνι
ο σωρείτης σκεπάζει αντίκρυ τα βουνά
και ζωγραφιά
τη θάλασσα την κάνει μ’ ένα καΐκι,
ατάραχο, σαν όνειρο κι αυτό, να ξεμακραίνει.
στην άκρη να σταθώ της κολυμπήθρας. Πρώτος
τον άγγελο να χαιρετήσω της βροχής.
μη με παρασύρει ο χείμαρρος της χαράς
και μέσα μου βουβή ευχή
τσιγκλίσει την ψυχή μου πάλι.
Καμιά δεν εισακούστηκε. Κι όχι μόνο.
Πιο δυνατά ο κεραυνός με χτύπησε.
Πιο δυνατά της διάψευσης αντήχησαν τα βούκινα.
Πρώτη
δημοσίευση
Στην εικόνα: Ivan
Constantinovich Aivazovsky, «Yalta» (1880).
Πηγή
για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Ρώσσης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1954.
Σπούδασε στην Πάντειο Πολιτικές Επιστήμες. Εργάστηκε ως διοικητικός υπάλληλος
σε ασφαλιστική εταιρία ώς την συνταξιοδότησή του. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές
συλλογές. Τελευταία του ποιητική συλλογή Η
χώρα που δεν τιμωρεί (εκδόσεις "κουκούτσι" 2019). Ποιήματά του
έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά μεταξύ των οποίων, ΝΕΑ
ΕΣΤΙΑ, ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, ΠΟΙΗΣΗ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ καθώς και στην εφημερίδα ΑΥΓΗ.
Ποίημά του θα συμπεριληφθεί στο ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ που ετοιμάζουν
οι εκδόσεις Μαΐστρος ενώ στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Πολύμνια, ARS
POETICA" θα αναρτηθούν ποιήματά του μεταφρασμένα και στα ισπανικά.
.jpg)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου